Lexiscope: περιεργάζομαι

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

πε-ρι-ερ-γά-ζο-μαι

Morphology

περιεργάζομαι v. passive only

PASSIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stπεριεργάζομαιπεριεργαζόμαστε
2ndπεριεργάζεσαιπεριεργάζεστε & περιεργαζόσαστε oral.
3rdπεριεργάζεταιπεριεργάζονται
Present-Imperative
Plural
2ndπεριεργάζεστε
Present-Participleπεριεργαζόμενος
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stπεριεργάστηκα & περιεργάσθηκα learn. περιεργαστήκαμε & περιεργασθήκαμε learn.
2ndπεριεργάστηκες & περιεργάσθηκες learn. περιεργαστήκατε & περιεργασθήκατε learn.
3rdπεριεργάστηκε & περιεργάσθηκε learn. περιεργάστηκαν & περιεργάσθηκαν learn. & περιεργαστήκαν oral. & περιεργαστήκανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stπεριεργαστώ & περιεργασθώ learn. περιεργαστούμε & περιεργασθούμε learn.
2ndπεριεργαστείς & περιεργασθείς learn. περιεργαστείτε & περιεργασθείτε learn.
3rdπεριεργαστεί & περιεργασθεί learn. περιεργαστούν & περιεργασθούν learn. & περιεργασθούνε learn. & περιεργαστούνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndπεριεργάσουπεριεργαστείτε & περιεργασθείτε learn.
Simple past-Infinitiveπεριεργαστεί & περιεργασθεί learn.
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stπεριεργαζόμουν & περιεργαζόμουνα oral. περιεργαζόμασταν & περιεργαζόμαστε
2ndπεριεργαζόσουν & περιεργαζόσουνα oral. περιεργαζόσασταν & περιεργαζόσαστε oral.
3rdπεριεργαζόταν & περιεργαζότανε oral. περιεργάζονταν & περιεργαζόντανε oral. & περιεργαζόντουσαν oral.
Present Perfect-Participleπεριεργασμένος

Synonyms - Antonyms

περιεργάζομαι v.

Sπαρατηρώ2, εξετάζω1: Περιεργαζόταν τον πίνακα.


6 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.