Lexiscope: παρατηρώ

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

πα-ρα-τη-ρώ

Morphology

παρατηρώ v.

ACTIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stπαρατηρώπαρατηρούμε
2ndπαρατηρείςπαρατηρείτε
3rdπαρατηρείπαρατηρούν & παρατηρούνε oral.
Present-Imperative
Plural
2ndπαρατηρείτε
Present-Participleπαρατηρώντας
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stπαρατήρησαπαρατηρήσαμε
2ndπαρατήρησεςπαρατηρήσατε
3rdπαρατήρησεπαρατήρησαν & παρατηρήσαν oral. & παρατηρήσανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stπαρατηρήσωπαρατηρήσουμε & παρατηρήσομε dial.
2ndπαρατηρήσειςπαρατηρήσετε
3rdπαρατηρήσειπαρατηρήσουν & παρατηρήσουνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndπαρατήρησεπαρατηρήσετε & παρατηρήστε
Simple past-Infinitiveπαρατηρήσει
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stπαρατηρούσαπαρατηρούσαμε
2ndπαρατηρούσεςπαρατηρούσατε
3rdπαρατηρούσεπαρατηρούσαν & παρατηρούσανε oral.
PASSIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stπαρατηρούμαιπαρατηρούμαστε
2ndπαρατηρείσαιπαρατηρείστε
3rdπαρατηρείταιπαρατηρούνται
Present-Imperative
Plural
2ndπαρατηρείστε
Present-Participleπαρατηρούμενος
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stπαρατηρήθηκαπαρατηρηθήκαμε
2ndπαρατηρήθηκεςπαρατηρηθήκατε
3rdπαρατηρήθηκεπαρατηρήθηκαν & παρατηρηθήκαν oral. & παρατηρηθήκανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stπαρατηρηθώπαρατηρηθούμε
2ndπαρατηρηθείςπαρατηρηθείτε
3rdπαρατηρηθείπαρατηρηθούν & παρατηρηθούνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndπαρατηρήσουπαρατηρηθείτε
Simple past-Infinitiveπαρατηρηθεί
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1st------
2nd------
3rdπαρατηρούνταν & παρατηρείτο learn. παρατηρούνταν & παρατηρούντο learn.
Present Perfect-Participleπαρατηρημένος

Synonyms - Antonyms

παρατηρώ v.

  1. Sπαρακολουθώ4: Στεκόταν σιωπηλή αλλά παρατηρούσε τα πάντα.
  2. Sμελετάω2, εξετάζω2, ερευνώ2: Οι επιστήμονες παρατηρούν τις κινήσεις των ουράνιων σωμάτων.
  3. Sδιαπιστώνω1, αντιλαμβάνομαι: Παρατηρώ, με λύπη μου, ότι υπάρχουν ελλείψεις.
  4. Sεπιπλήττω learn: Τον παρατήρησε για την αμέλειά του.

παρατηρείται

Sσημειώνεται: Παρατηρούνται φαινόμενα οικολογικής καταστροφής.


4 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.