Lexiscope: παρακολουθώ

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

πα-ρα-κο-λου-θώ

Morphology

παρακολουθώ v.

ACTIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stπαρακολουθώπαρακολουθούμε
2ndπαρακολουθείςπαρακολουθείτε
3rdπαρακολουθείπαρακολουθούν & παρακολουθούνε oral.
Present-Imperative
Plural
2ndπαρακολουθείτε
Present-Participleπαρακολουθώντας
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stπαρακολούθησαπαρακολουθήσαμε
2ndπαρακολούθησεςπαρακολουθήσατε
3rdπαρακολούθησεπαρακολούθησαν & παρακολουθήσαν oral. & παρακολουθήσανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stπαρακολουθήσωπαρακολουθήσουμε & παρακολουθήσομε dial.
2ndπαρακολουθήσειςπαρακολουθήσετε
3rdπαρακολουθήσειπαρακολουθήσουν & παρακολουθήσουνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndπαρακολούθησεπαρακολουθήσετε & παρακολουθήστε
Simple past-Infinitiveπαρακολουθήσει
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stπαρακολουθούσαπαρακολουθούσαμε
2ndπαρακολουθούσεςπαρακολουθούσατε
3rdπαρακολουθούσεπαρακολουθούσαν & παρακολουθούσανε oral.
PASSIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stπαρακολουθούμαιπαρακολουθούμαστε oral.
2ndπαρακολουθείσαιπαρακολουθείστε
3rdπαρακολουθείταιπαρακολουθούνται
Present-Imperative
Plural
2ndπαρακολουθείστε
Present-Participleπαρακολουθούμενος
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stπαρακολουθήθηκαπαρακολουθηθήκαμε
2ndπαρακολουθήθηκεςπαρακολουθηθήκατε
3rdπαρακολουθήθηκεπαρακολουθήθηκαν & παρακολουθηθήκαν oral. & παρακολουθηθήκανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stπαρακολουθηθώπαρακολουθηθούμε
2ndπαρακολουθηθείςπαρακολουθηθείτε
3rdπαρακολουθηθείπαρακολουθηθούν & παρακολουθηθούνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndπαρακολουθήσουπαρακολουθηθείτε
Simple past-Infinitiveπαρακολουθηθεί
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stπαρακολουθούμουν oral. παρακολουθούμασταν oral. & παρακολουθούμαστε oral.
2nd------
3rdπαρακολουθείτο learn. & παρακολουθούνταν oral. παρακολουθούντο learn. & παρακολουθούνταν oral.
Present Perfect-Participleπαρακολουθημένος

Synonyms - Antonyms

παρακολουθώ v.

  1. Sκατασκοπεύω: Η αστυνομία παρακολουθεί τους υπόπτους.
  2. Sυποκλέπτω2 learn: Παρακολουθούν το τηλέφωνο.
  3. Sεπιτηρώ1, ελέγχω2: Παρακολουθούν όλες τις εισόδους.
  4. Sπαρατηρώ1: Παρακολουθεί την κίνηση του χορευτή.
  5. Sπροσέχω3: Παρακολούθησε το φαγητό.
  6. Sκατανοώ1, καταλαβαίνω1: Αδύνατον να σας παρακολουθήσω.
  7. Sσυμμετέχω2, παρίσταμαι learn: Οι φοιτητές παρακολουθούν τα υποχρεωτικά εργαστήρια. Aαπουσιάζω
  8. Sβλέπω3: Παρακολουθήσαμε μία εξαιρετική παράσταση.

3 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.