Lexiscope: οικείος

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

οι-κεί-ος

Morphology

οικείος adj.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοοικείοςοιοικείοι
Genitiveτουοικείουτωνοικείων
Accusativeτονοικείοτουςοικείους
Vocative οικείε οικείοι
Feminine
SingularPlural
Nominativeηοικείαοιοικείες
Genitiveτηςοικείαςτωνοικείων
Accusativeτηνοικείατιςοικείες
Vocative οικεία οικείες
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοοικείοταοικεία
Genitiveτουοικείουτωνοικείων
Accusativeτοοικείοταοικεία
Vocative οικείο οικεία

οικειότερος adj. comp.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοοικειότεροςοιοικειότεροι
Genitiveτουοικειότερουτωνοικειότερων
Accusativeτονοικειότεροτουςοικειότερους
Vocative οικειότερε οικειότεροι
Feminine
SingularPlural
Nominativeηοικειότερηοιοικειότερες
Genitiveτηςοικειότερηςτωνοικειότερων
Accusativeτηνοικειότερητιςοικειότερες
Vocative οικειότερη οικειότερες
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοοικειότεροταοικειότερα
Genitiveτουοικειότερουτωνοικειότερων
Accusativeτοοικειότεροταοικειότερα
Vocative οικειότερο οικειότερα

οικειότατος adj. sup.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοοικειότατοςοιοικειότατοι
Genitiveτουοικειότατουτωνοικειότατων
Accusativeτονοικειότατοτουςοικειότατους
Vocative οικειότατε οικειότατοι
Feminine
SingularPlural
Nominativeηοικειότατηοιοικειότατες
Genitiveτηςοικειότατηςτωνοικειότατων
Accusativeτηνοικειότατητιςοικειότατες
Vocative οικειότατη οικειότατες
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοοικειότατοταοικειότατα
Genitiveτουοικειότατουτωνοικειότατων
Accusativeτοοικειότατοταοικειότατα
Vocative οικειότατο οικειότατα

οικείος n. masc.

SingularPlural
Nominativeοοικείοςοιοικείοι
Genitiveτουοικείουτωνοικείων
Accusativeτονοικείοτουςοικείους
Vocative οικείε οικείοι

Synonyms - Antonyms

οικείος adj.

  1. Sγνώριμος, προσφιλής: οικείο περιβάλλον Aάγνωστος2, ξένος4
  2. Sανεπίσημος2, καθημερινός2: οικείο ύφος
  3. Sσχετικός5, αντίστοιχος: βλ. στο οικείο κεφάλαιο

3 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.