Lexiscope: προσφιλής

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

προ-σφι-λής

Morphology

προσφιλής adj.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοπροσφιλήςοιπροσφιλείς
Genitiveτουπροσφιλούςτωνπροσφιλών
Accusativeτονπροσφιλήτουςπροσφιλείς
Vocative προσφιλή & προσφιλής προσφιλείς
Feminine
SingularPlural
Nominativeηπροσφιλήςοιπροσφιλείς
Genitiveτηςπροσφιλούςτωνπροσφιλών
Accusativeτηνπροσφιλήτιςπροσφιλείς
Vocative προσφιλή & προσφιλής προσφιλείς
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοπροσφιλέςταπροσφιλή
Genitiveτουπροσφιλούςτωνπροσφιλών
Accusativeτοπροσφιλέςταπροσφιλή
Vocative προσφιλές προσφιλή

προσφιλέστερος adj. comp.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοπροσφιλέστεροςοιπροσφιλέστεροι
Genitiveτουπροσφιλέστερουτωνπροσφιλέστερων
Accusativeτονπροσφιλέστεροτουςπροσφιλέστερους
Vocative προσφιλέστερε προσφιλέστεροι
Feminine
SingularPlural
Nominativeηπροσφιλέστερηοιπροσφιλέστερες
Genitiveτηςπροσφιλέστερηςτωνπροσφιλέστερων
Accusativeτηνπροσφιλέστερητιςπροσφιλέστερες
Vocative προσφιλέστερη προσφιλέστερες
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοπροσφιλέστεροταπροσφιλέστερα
Genitiveτουπροσφιλέστερουτωνπροσφιλέστερων
Accusativeτοπροσφιλέστεροταπροσφιλέστερα
Vocative προσφιλέστερο προσφιλέστερα

προσφιλέστατος adj. sup.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοπροσφιλέστατοςοιπροσφιλέστατοι
Genitiveτουπροσφιλέστατουτωνπροσφιλέστατων
Accusativeτονπροσφιλέστατοτουςπροσφιλέστατους
Vocative προσφιλέστατε προσφιλέστατοι
Feminine
SingularPlural
Nominativeηπροσφιλέστατηοιπροσφιλέστατες
Genitiveτηςπροσφιλέστατηςτωνπροσφιλέστατων
Accusativeτηνπροσφιλέστατητιςπροσφιλέστατες
Vocative προσφιλέστατη προσφιλέστατες
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοπροσφιλέστατοταπροσφιλέστατα
Genitiveτουπροσφιλέστατουτωνπροσφιλέστατων
Accusativeτοπροσφιλέστατοταπροσφιλέστατα
Vocative προσφιλέστατο προσφιλέστατα

Synonyms - Antonyms

προσφιλής adj.

Sαγαπητός2

Προθήματα - Επιθήματα

προσ- [pros]

προσ- [proz] πριν από /β/, /γ/, /δ/, /μ/, /ν/
πρόσ- [prós] ή [próz] όταν ο τόνος ανεβαίνει στο αʹ συστατικό

Προέρχεται από την πρόθεση προς.

1. Προς ένα σημείο ή προορισμό

Το προσ- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν ότι κάτι κινείται προς έναν προορισμό ή πλησιάζει σε κάποιο σημείο. Για παράδειγμα, ο πιλότος προσθαλασσώνει το αεροσκάφος όταν το οδηγεί ώστε να ακουμπήσει στην επιφάνεια της θάλασσας.

προσαγωγή (νομ.)

προσάγω (νομ.)

προσανατολισμός

προσανατολίζω

προσγείωση

προσγειώνω

προσεδάφιση

προσδένω

προσέλευση

προσεδαφίζω

προσθαλάσσωση

προσελκύω

πρόσκληση

προσέρχομαι

προσνήωση

προσθαλασσώνω

προσσελήνωση

προσκαλώ

προσλιμενίζομαι

προσσεληνώνω

προστρέχω

προσφεύγω

✔ Πολλές λέξεις με το προσ- έχουν αφηρημένη ή μεταφορική σημασία (π.χ. προσελκύω, προσάγω, προσφεύγω).

2. Μπροστά, κοντά ή δίπλα σε κάτι

Το προσ- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν ότι κάτι βρίσκεται μπροστά, κοντά ή δίπλα σε κάτι άλλο. Για παράδειγμα ένα αυτοκίνητο κάνει προσπέραση όταν αναπτύσσει ταχύτητα και περνάει μπροστά από κάποιο άλλο.

προσέγγιση

προσγεγραμμένος, -η, -ο (γραμμ.)

προσεγγίζω

προσπέραση

πρόσεδρος, -η, -ο

προσπερνάω/-ώ

προσπέρασμα

προσήλιος, -α, -ο

προσήνεμος, -η, -ο

3. Προσθήκη

Το προσ- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν κάτι που υπάρχει ή γίνεται επιπλέον από αυτό που είναι το κανονικό ή το βασικό. Για παράδειγμα, όταν προσαυξάνω ένα ποσό προσθέτω μια επιπλέον αύξηση.

προσαύξηση

πρόσβαρος, -η, -ο

προσαποκτώ

προσμαρτυρία

προσαυξάνω

προσωνυμία

προσδίδω

προσθέτω

προσμαρτυρώ

προσμετράω/-ώ

προσυπογράφω

▶ Λέξεις με το προσ- έχουν και άλλες σημασίες, όπως μικρή διάρκεια (π.χ. πρόσκαιρος, προσωρινός), ομοιότητα (π.χ. προσομοιάζω, προσιδιάζω), σύμφωνη γνώμη με ομάδα (π.χ. πρόσκειμαι, προσχωρώ, προσεταιρίζομαι) κ.ά.

Λέξεις με άλλες σημασίες

Δεν πρέπει να γίνεται σύγχυση με το αʹ συστατικό προ-* σε λέξεις όπως προ-σεισμικός, πρό-σημο.

-φιλ-

Οι λέξεις που περιέχουν το συστατικό -φιλ- αναφέρονται στην αγάπη, στην προτίμηση ή στην εύνοια προς κάτι.Το συστατικό -φιλ- προέρχεται από το ουσιαστικό φίλος. Το συστατικό αυτό εμφανίζεται σε:

Ουσιαστικά

-φιλία [filía]

Για παράδειγμα, η βιβλιοφιλία είναι η αγάπη για τα βιβλία και για το διάβασμα· η υδροφιλία είναι η ιδιότητα ενός υλικού να συγκρατεί το νερό.

αρχαιοφιλία, βιβλιοφιλία, γαλλοφιλία, γερμανοφιλία, ειρηνοφιλία, ζωοφιλία, θεατροφιλία, κινηματογραφοφιλία, ξενοφιλία, τουρκοφιλία, υδροφιλία

ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΕΣ ΣΗΜΑΣΙΕΣ

Η λέξη αστυφιλία έχει ειδική σημασία: δηλώνει τη συστηματική μετακίνηση πληθυσμών από την ύπαιθρο προς τα αστικά κέντρα.

Το -φιλία σχηματίζει λέξεις που αναφέρονται στη σεξουαλική έλξη. Για παράδειγμα, η ομοφυλοφιλία είναι η σεξουαλική έλξη προς άτομα του ίδιου φύλου.

αμφιφυλοφιλία, γεροντοφιλία, ετεροφυλοφιλία, νεκροφιλία, ομοφυλοφιλία, παιδοφιλία

(ιατρ.) Στο ιατρικό λεξιλόγιο, λέξεις που περιέχουν το συστατικό -φιλία δηλώνουν παθήσεις.

αιμοφιλία / αιμορροφιλία, ουδετεροφιλία, σπασμοφιλία

✔ Άλλες λέξεις περιέχουν τη λέξη φιλία και αναφέρονται στους δεσμούς φιλίας και αγάπης μεταξύ προσώπων (π.χ. λυκοφιλία, ψευδοφιλία, ψευτοφιλία).

Επίθετα

-φιλής [filís], -φιλής, -φιλές

Για παράδειγμα, μια δημοφιλής τραγουδίστρια είναι πολύ γνωστή και αγαπητή στο κοινό.

δημοφιλής, θεοφιλής, λαοφιλής, προσφιλής

-φιλικός [filikós], -φιλική, -φιλικό

Για παράδειγμα, ένας ζωοφιλικός σύλλογος ασχολείται με την περίθαλψη και την προστασία ζώων.

βιβλιοφιλικός, ζωοφιλικός, υδροφιλικός

-φιλος [filos], -φιλη, -φιλο

Για παράδειγμα, ο μουσικόφιλος αγαπάει τη μουσική· ο γερμανόφιλος δείχνει εύνοια και υποστήριξη προς τους Γερμανούς και την πολιτική τους· το υδρόφιλο βαμβάκι έχει την ιδιότητα να απορροφάει το νερό.

αμερικανόφιλος, αμφιφυλόφιλος, αρχαιόφιλος, γερμανόφιλος, ειρηνόφιλος, ετεροφυλόφιλος, ζωόφιλος, θεατρόφιλος, κινηματογραφόφιλος, μουσικόφιλος, μουσόφιλος, ξενόφιλος, ομοφυλόφιλος, ποδοσφαιρόφιλος, υδρόφιλος

✔ Πολλά από αυτά τα επίθετα απαντούν ως ουσιαστικά (π.χ. ζωόφιλος, θεατρόφιλος).


4 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.