Lexiscope: ξεκουράζομαι

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

ξε-κου-ρά-ζο-μαι

Morphology

ξεκουράζω v.

ACTIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stξεκουράζωξεκουράζουμε & ξεκουράζομε dial.
2ndξεκουράζειςξεκουράζετε
3rdξεκουράζειξεκουράζουν & ξεκουράζουνε oral.
Present-Imperative
SingularPlural
2ndξεκούραζεξεκουράζετε
Present-Participleξεκουράζοντας
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stξεκούρασαξεκουράσαμε
2ndξεκούρασεςξεκουράσατε
3rdξεκούρασεξεκούρασαν & ξεκουράσαν oral. & ξεκουράσανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stξεκουράσωξεκουράσουμε & ξεκουράσομε dial.
2ndξεκουράσειςξεκουράσετε
3rdξεκουράσειξεκουράσουν & ξεκουράσουνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndξεκούρασεξεκουράστε
Simple past-Infinitiveξεκουράσει
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stξεκούραζαξεκουράζαμε
2ndξεκούραζεςξεκουράζατε
3rdξεκούραζεξεκούραζαν & ξεκουράζαν oral. & ξεκουράζανε oral.
PASSIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stξεκουράζομαιξεκουραζόμαστε
2ndξεκουράζεσαιξεκουράζεστε & ξεκουραζόσαστε oral.
3rdξεκουράζεταιξεκουράζονται
Present-Imperative
Plural
2ndξεκουράζεστε
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stξεκουράστηκα & ξεκουράσθηκα learn. ξεκουραστήκαμε & ξεκουρασθήκαμε learn.
2ndξεκουράστηκες & ξεκουράσθηκες learn. ξεκουραστήκατε & ξεκουρασθήκατε learn.
3rdξεκουράστηκε & ξεκουράσθηκε learn. ξεκουράστηκαν & ξεκουράσθηκαν learn. & ξεκουραστήκαν oral. & ξεκουραστήκανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stξεκουραστώ & ξεκουρασθώ learn. ξεκουραστούμε & ξεκουρασθούμε learn.
2ndξεκουραστείς & ξεκουρασθείς learn. ξεκουραστείτε & ξεκουρασθείτε learn.
3rdξεκουραστεί & ξεκουρασθεί learn. ξεκουραστούν & ξεκουρασθούν learn. & ξεκουρασθούνε learn. & ξεκουραστούνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndξεκουράσουξεκουραστείτε & ξεκουρασθείτε learn.
Simple past-Infinitiveξεκουραστεί & ξεκουρασθεί learn.
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stξεκουραζόμουν & ξεκουραζόμουνα oral. ξεκουραζόμασταν & ξεκουραζόμαστε
2ndξεκουραζόσουν & ξεκουραζόσουνα oral. ξεκουραζόσασταν & ξεκουραζόσαστε oral.
3rdξεκουραζόταν & ξεκουραζότανε oral. ξεκουράζονταν & ξεκουραζόντανε oral. & ξεκουραζόντουσαν oral.
Present Perfect-Participleξεκουρασμένος

Synonyms - Antonyms

ξεκουράζω v.

Sαναπαύω, ξαλαφρώνω1: Την ξεκούρασα από το σιδέρωμα. Aκουράζω1

ξεκουράζομαι

Sξαποσταίνω pop.+lit., ξανασαίνω1 oral


4 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.