Lexiscope: ξαναγεννιέμαι

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

ξα-να-γεν-νιέ-μαι

Morphology

ξαναγεννάω v.

ACTIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stξαναγεννώ & ξαναγεννάω oral. ξαναγεννάμε & ξαναγεννούμε
2ndξαναγεννάςξαναγεννάτε
3rdξαναγεννά & ξαναγεννάει oral. ξαναγεννούν & ξαναγεννάν oral. & ξαναγεννάνε oral. & ξαναγεννούνε oral.
Present-Imperative
SingularPlural
2ndξαναγέννα oral. & ξαναγένναγε oral. ξαναγεννάτε
Present-Participleξαναγεννώντας
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stξαναγέννησαξαναγεννήσαμε
2ndξαναγέννησεςξαναγεννήσατε
3rdξαναγέννησεξαναγέννησαν & ξαναγεννήσαν oral. & ξαναγεννήσανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stξαναγεννήσωξαναγεννήσουμε & ξαναγεννήσομε dial.
2ndξαναγεννήσειςξαναγεννήσετε
3rdξαναγεννήσειξαναγεννήσουν & ξαναγεννήσουνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndξαναγέννησε & ξαναγέννα oral. ξαναγεννήσετε & ξαναγεννήστε
Simple past-Infinitiveξαναγεννήσει
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stξαναγεννούσα & ξαναγένναγα oral. ξαναγεννούσαμε & ξαναγεννάγαμε oral.
2ndξαναγεννούσες & ξαναγένναγες oral. ξαναγεννούσατε & ξαναγεννάγατε oral.
3rdξαναγεννούσε & ξαναγένναγε oral. ξαναγεννούσαν & ξαναγένναγαν oral. & ξαναγεννάγαν oral. & ξαναγεννάγανε oral. & ξαναγεννούσανε oral.
PASSIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stξαναγεννιέμαιξαναγεννιόμαστε
2ndξαναγεννιέσαιξαναγεννιέστε & ξαναγεννιόσαστε oral.
3rdξαναγεννιέταιξαναγεννιούνται & ξαναγεννιόνται oral.
Present-Imperative
Plural
2ndξαναγεννιέστε
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stξαναγεννήθηκαξαναγεννηθήκαμε
2ndξαναγεννήθηκεςξαναγεννηθήκατε
3rdξαναγεννήθηκεξαναγεννήθηκαν & ξαναγεννηθήκαν oral. & ξαναγεννηθήκανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stξαναγεννηθώξαναγεννηθούμε
2ndξαναγεννηθείςξαναγεννηθείτε
3rdξαναγεννηθείξαναγεννηθούν & ξαναγεννηθούνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndξαναγεννήσουξαναγεννηθείτε
Simple past-Infinitiveξαναγεννηθεί
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stξαναγεννιόμουν & ξαναγεννιόμουνα oral. ξαναγεννιόμασταν & ξαναγεννιόμαστε
2ndξαναγεννιόσουν & ξαναγεννιόσουνα oral. ξαναγεννιόσασταν & ξαναγεννιόσαστε oral.
3rdξαναγεννιόταν & ξαναγεννιότανε oral. ξαναγεννιούνταν & ξαναγεννιόνταν & ξαναγεννιόντανε oral. & ξαναγεννιόντουσαν oral.
Present Perfect-Participleξαναγεννημένος

Synonyms - Antonyms

ξαναγεννάω v.

Sαναγεννώ, ξαναζωντανεύω2, ανανεώνω3, αναζωογονώ1

ξαναγεννιέμαι

Sαναζωογονούμαι, ξανανιώνω2, ανανεώνομαι


9 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.