Lexiscope: μαλακός

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

μα-λα-κός

Morphology

μαλακός adj.

Masculine
SingularPlural
Nominativeομαλακόςοιμαλακοί
Genitiveτουμαλακούτωνμαλακών
Accusativeτομαλακότουςμαλακούς
Vocative μαλακέ μαλακοί
Feminine
SingularPlural
Nominativeημαλακή & μαλακιάοιμαλακές
Genitiveτηςμαλακής & μαλακιάςτωνμαλακών
Accusativeτημαλακή & μαλακιάτιςμαλακές
Vocative μαλακή & μαλακιά μαλακές
Neuter
SingularPlural
Nominativeτομαλακόταμαλακά
Genitiveτουμαλακούτωνμαλακών
Accusativeτομαλακόταμαλακά
Vocative μαλακό μαλακά

μαλακότερος adj. comp.

Masculine
SingularPlural
Nominativeομαλακότεροςοιμαλακότεροι
Genitiveτουμαλακότερουτωνμαλακότερων
Accusativeτομαλακότεροτουςμαλακότερους
Vocative μαλακότερε μαλακότεροι
Feminine
SingularPlural
Nominativeημαλακότερηοιμαλακότερες
Genitiveτηςμαλακότερηςτωνμαλακότερων
Accusativeτημαλακότερητιςμαλακότερες
Vocative μαλακότερη μαλακότερες
Neuter
SingularPlural
Nominativeτομαλακότεροταμαλακότερα
Genitiveτουμαλακότερουτωνμαλακότερων
Accusativeτομαλακότεροταμαλακότερα
Vocative μαλακότερο μαλακότερα

μαλακότατος adj. sup.

Masculine
SingularPlural
Nominativeομαλακότατοςοιμαλακότατοι
Genitiveτουμαλακότατουτωνμαλακότατων
Accusativeτομαλακότατοτουςμαλακότατους
Vocative μαλακότατε μαλακότατοι
Feminine
SingularPlural
Nominativeημαλακότατηοιμαλακότατες
Genitiveτηςμαλακότατηςτωνμαλακότατων
Accusativeτημαλακότατητιςμαλακότατες
Vocative μαλακότατη μαλακότατες
Neuter
SingularPlural
Nominativeτομαλακότατοταμαλακότατα
Genitiveτουμαλακότατουτωνμαλακότατων
Accusativeτομαλακότατοταμαλακότατα
Vocative μαλακότατο μαλακότατα

Synonyms - Antonyms

μαλακός adj.

  1. Sεύκαμπτος1: μαλακό υλικό Aδύσκαμπτος1, σκληρός1
  2. Sαπαλός1: μαλακό δέρμα Aτραχύς1
  3. Sεύπλαστος: μαλακιά ζύμη
  4. Sελαστικός2, υποχωρητικός: μαλακός χαρακτήρας Aαυστηρός1
  5. Sήπιος3: μαλακός χειμώνας

5 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.