Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.
Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.
Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.
Insert any Greek word below, and press Search.
Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.
η-μι-τε-λής
ημιτελής adj.
Masculine |
| |||||||||||||||||||||||||
Feminine |
| |||||||||||||||||||||||||
Neuter |
|
ημιτελής adj. learn
S: μισοτελειωμένος, ανολοκλήρωτος, ατέλειωτος1
ημι- [imi]
ημί- [imí] όταν ο τόνος ανεβαίνει στο αʹ συστατικό
Προέρχεται από το επίθετο ήμισυς (= μισός).
1. Μισό μέρος
Το ημι- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν το ένα από δύο ίσα μέρη. Για παράδειγμα, το ημικύκλιο είναι το μισό μέρος του κύκλου· ο εγκέφαλος (όπως και η γη) αποτελείται από δύο ημισφαίρια.
ημιαξόνιο | ημικυκλικός, -ή, -ό |
ημικύκλιο | ημισφαιρικός, -ή, -ό |
ημιπερίοδος (γραμμ.) | ημίωρος, -η, -ο |
ημισέληνος | |
ημιστίχιο | |
ημισφαίριο | |
ημιτόνιο (μουσ.) | |
ημίτονο (μαθημ.) | |
ημιχόριο | |
ημίχρονο | |
ημίωρο |
2. Σχεδόν, όχι τελείως
Το ημι- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν ότι κάτι δεν έχει όλα τα χαρακτηριστικά αυτού που δηλώνει το βʹ συστατικό. Για παράδειγμα, ένα ημιάγριο ζώο δεν έχει εξημερωθεί τελείως, ενώ το ημίφως είναι το μισοσκόταδο.
ημιαγωγός | ημιαναίσθητος, -η, -ο |
ημιαπασχόληση | ημιανεξάρτητος, -η, -ο |
ημιμάθεια | ημιαυτόματος, -η, -ο |
ημιπαρανομία | ημιαυτόνομος, -η, -ο |
ημιφορτηγό | ημίγλυκος, -η, -ο |
ημίφωνο (γλωσσ.) | ημίγυμνος, -η, -ο |
ημιώροφος | ημιδιαφανής, -ής, -ές / ημιδιάφανος, -η, -ο |
ημιεπίσημος, -η, -ο | |
ημιθανής, -ής, -ές | |
ημιμαθής, -ής, -ές | |
ημιορεινός, -ή, -ό | |
ημιπαράλυτος, -η, -ο | |
ημιπαράνομος, -η, -ο | |
ημιπολύτιμος, -η, -ο | |
ημίρρευστος, -η, -ο | |
ημίσκληρος, -η, -ο | |
ημιτελής, -ής, -ές | |
ημιτελικός, -ή, -ό | |
ημιυπαίθριος, -α, -ο | |
ημιυπόγειος, -α, -ο |
ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΗ ΣΗΜΑΣΙΑ
•Η λέξη ημιδιατροφή (μεταφραστικό δάνειο από το γαλλικό demi-pension) έχει ιδιαίτερη σημασία και δηλώνει το πρωινό και ένα κύριο γεύμα που παρέχονται σε ξενοδοχείο ή στο πλαίσιο τουριστικού πακέτου.
▶ Ορισμένες λέξεις λόγιας προέλευσης με ημι- έχουν στη νέα ελληνική παράλληλους τύπους με μισο-* (πρβ. ημίγυμνος - μισόγυμνος, ημισέληνος - μισοφέγγαρο).
6 of 10
For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.
Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.
ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΕΣ ΣΗΜΑΣΙΕΣ
•Στη μυθολογία, ημίθεος είναι ο ήρωας που ο ένας από τους δυο γονείς του ήταν θεός.
• (ιατρ.) Στο λεξιλόγιο της ιατρικής, το ημι- δηλώνει μία πάθηση που πλήττει κατά το ήμισυ είτε το σώμα (π.χ. ημιπληγία) είτε ένα συγκεκριμένο όργανο (π.χ. ημικρανία).
⇨ Για άλλα αʹ συστατικά με αριθμητική σημασία βλ. μισο-*, μονο-*, δι-*, τρι-*, τετρα-*, πεντα-*, δεκα-*, χιλιο-*.