Lexiscope: μισοτελειωμένος

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

μι-σο-τε-λειω-μέ-νος

Morphology

μισοτελειωμένος adj.

Masculine
SingularPlural
Nominativeομισοτελειωμένοςοιμισοτελειωμένοι
Genitiveτουμισοτελειωμένουτωνμισοτελειωμένων
Accusativeτομισοτελειωμένοτουςμισοτελειωμένους
Vocative μισοτελειωμένε μισοτελειωμένοι
Feminine
SingularPlural
Nominativeημισοτελειωμένηοιμισοτελειωμένες
Genitiveτηςμισοτελειωμένηςτωνμισοτελειωμένων
Accusativeτημισοτελειωμένητιςμισοτελειωμένες
Vocative μισοτελειωμένη μισοτελειωμένες
Neuter
SingularPlural
Nominativeτομισοτελειωμένοταμισοτελειωμένα
Genitiveτουμισοτελειωμένουτωνμισοτελειωμένων
Accusativeτομισοτελειωμένοταμισοτελειωμένα
Vocative μισοτελειωμένο μισοτελειωμένα

μισοτελειώνω v.

ACTIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stμισοτελειώνωμισοτελειώνουμε & μισοτελειώνομε dial.
2ndμισοτελειώνειςμισοτελειώνετε
3rdμισοτελειώνειμισοτελειώνουν & μισοτελειώνουνε oral.
Present-Imperative
SingularPlural
2ndμισοτέλειωνε & μισοτελείωνεμισοτελειώνετε
Present-Participleμισοτελειώνοντας
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stμισοτέλειωσα & μισοτελείωσαμισοτελειώσαμε
2ndμισοτέλειωσες & μισοτελείωσεςμισοτελειώσατε
3rdμισοτέλειωσε & μισοτελείωσεμισοτέλειωσαν & μισοτελείωσαν & μισοτελειώσαν oral. & μισοτελειώσανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stμισοτελειώσωμισοτελειώσουμε & μισοτελειώσομε dial.
2ndμισοτελειώσειςμισοτελειώσετε
3rdμισοτελειώσειμισοτελειώσουν & μισοτελειώσουνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndμισοτέλειωσε & μισοτελείωσεμισοτελειώστε
Simple past-Infinitiveμισοτελειώσει
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stμισοτέλειωνα & μισοτελείωναμισοτελειώναμε
2ndμισοτέλειωνες & μισοτελείωνεςμισοτελειώνατε
3rdμισοτέλειωνε & μισοτελείωνεμισοτέλειωναν & μισοτελείωναν & μισοτελειώναν oral. & μισοτελειώνανε oral.
PASSIVE VOICE
Present Perfect-Participleμισοτελειωμένος

Synonyms - Antonyms

μισοτελειωμένος adj.

Sανολοκλήρωτος, ατέλειωτος1, ημιτελής learn

Προθήματα - Επιθήματα

μισο- [miso]

μισό- [misó] όταν ο τόνος ανεβαίνει στο αʹ συστατικό
μισ- [mis] πριν από φωνήεν
μισα- [misa] σπάνιο, μόνο στην πρώτη σημασία

Με την πρώτη και τη δεύτερη σημασία προέρχεται από το επίθετο μισός, ενώ με την τρίτη σημασία από το ρήμα μισώ.

1. Μισό μέρος

Το μισο- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν ότι κάτι αποτελείται από το μισό μέρος ολόκληρης της ποσότητας, δηλ. το ένα δεύτερο. Για παράδειγμα, το μισάωρο είναι το χρονικό διάστημα της μισής ώρας, τα τριάντα λεπτά.

μισάωρο

μισοτιμής

μισοβάρελο

μισοφέγγαρο

⇨ Για λόγιους σχηματισμούς με την ίδια σημασία βλ. ημι-* (π.χ. μισάωρο - ημίωρο).

⇨ Για άλλα αʹ συστατικά με αριθμητική σημασία βλ. ημι-*, μονο-*, δι-*, τρι-*, τετρα-*, πεντα-*, δεκα-*, χιλιο-*.

✔ Σε λέξεις όπως μισοφόρι, μισοχώρι, μισοκαλόκαιρο το μισο- αποτελεί φωνητική παραλλαγή του μεσο-* (μεσοφόρι, μεσοχώρι, μεσοκαλόκαιρο).

2. Μη ολοκλήρωση

Το μισο- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν ότι μια ενέργεια δεν έχει ολοκληρωθεί εντελώς ή ότι μία κατάσταση δεν έχει όλα τα χαρακτηριστικά για να θεωρηθεί ολοκληρωμένη. Για παράδειγμα, το μισοάδειο μπουκάλι δεν είναι εντελώς άδειο· όταν κανείς μισανοίγει την πόρτα δεν την ανοίγει τελείως.

μισόλογα

μισάνοιχτος, -η, -ο

μισανοίγω / μισοανοίγω

μισοσκόταδο

μισοάδειος, -α, -ο

μισοαδειάζω

μισογκρεμισμένος, -η, -ο

μισογεμίζω

μισόγυμνος, -η, -ο

μισοκαίω

μισοκακόμοιρος, -η, -ο

μισοτελειώνω

μισόκλειστος, -η, -ο

μισοκοιμισμένος, -η, -ο

μισολιπόθυμος, -η, -ο

μισοπεθαμένος, -η, -ο

μισοτελειωμένος, -η, -ο

μισότρελος, -η, -ο

μισοψημένος, -η, -ο

3. Εχθρική στάση, απέχθεια

Το μισο- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν εχθρική στάση ή απέχθεια απέναντι σε ένα πρόσωπο ή ένα πράγμα. Για παράδειγμα, ο μισογύνης απεχθάνεται τις γυναίκες.

μισανδρία

μισαλλόδοξος, -η, -ο

μισέλληνας

μίσανδρος, -η, -ο

μισογύνης

μισάνθρωπος, -η, -ο

ΑΝΤ Τα αντίθετα σε αυτή τη σημασία σχηματίζονται με το φιλο-* (π.χ. μισάνθρωποςφιλάνθρωπος).


1 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.