Lexiscope: δέχομαι

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

δέ-χο-μαι

Morphology

δέχομαι v. passive only

PASSIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stδέχομαιδεχόμαστε
2ndδέχεσαιδέχεστε & δεχόσαστε oral.
3rdδέχεταιδέχονται
Present-Imperative
Plural
2ndδέχεστε
Present-Participleδεχόμενος
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stδέχτηκα & δέχθηκα learn. δεχτήκαμε & δεχθήκαμε learn.
2ndδέχτηκες & δέχθηκες learn. δεχτήκατε & δεχθήκατε learn.
3rdδέχτηκε & δέχθηκε learn. δέχτηκαν & δέχθηκαν learn. & δεχθήκανε learn. & δεχτήκαν oral. & δεχτήκανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stδεχτώ & δεχθώ learn. δεχτούμε & δεχθούμε learn.
2ndδεχτείς & δεχθείς learn. δεχτείτε & δεχθείτε learn.
3rdδεχτεί & δεχθεί learn. δεχτούν & δεχθούν learn. & δεχθούνε learn. & δεχτούνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndδέξουδεχτείτε & δεχθείτε learn.
Simple past-Infinitiveδεχτεί & δεχθεί learn.
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stδεχόμουν & δεχόμουνα oral. δεχόμασταν & δεχόμαστε
2ndδεχόσουν & δεχόσουνα oral. δεχόσασταν & δεχόσαστε oral.
3rdδεχόταν & δεχότανε oral. δέχονταν & δεχόντανε oral. & δεχόντουσαν oral.

Synonyms - Antonyms

δέχομαι v.

  1. Sλαμβάνω learn, γίνομαι αποδέκτης: Δέχτηκα συγχαρητήρια.
  2. Sαποδέχομαι1, κάνω δεκτό: Δέχτηκε το ρόλο του συνηγόρου. / Δέχτηκα την πρόσκλησή του. Aαρνούμαι5, απορρίπτω1
  3. Sσυναινώ, συγκατατίθεμαι, συγκατανεύω: Δέχτηκε να τον βοηθήσει. Aαρνούμαι1
  4. Sπαραδέχομαι1, αναγνωρίζω2, ομολογώ1: Δέχομαι ότι φταίω. Aαρνούμαι3
  5. Sθεωρώ1, υποθέτω2: Ας δεχτούμε ότι...
  6. Sυφίσταμαι3 learn: Δέχτηκε επίθεση. / Δέχεται πιέσεις.
  7. Sυποδέχομαι: Μας δέχτηκαν με εγκαρδιότητα.
  8. Sανέχομαι2, σηκώνω10 oral: Δε δέχεται αντιρρήσεις.
  9. Sείμαι διαθέσιμος: Ο γιατρός δε δέχεται απόγευμα.
  10. Sπαραχωρώ ακρόαση: Ο υπουργός θα σας δεχτεί σε λίγο.

3 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.