Lexiscope: αναγνωρίζω

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

α-να-γνω-ρί-ζω

Morphology

αναγνωρίζω v.

ACTIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stαναγνωρίζωαναγνωρίζουμε & αναγνωρίζομε dial.
2ndαναγνωρίζειςαναγνωρίζετε
3rdαναγνωρίζειαναγνωρίζουν & αναγνωρίζουνε oral.
Present-Imperative
SingularPlural
2ndαναγνώριζεαναγνωρίζετε
Present-Participleαναγνωρίζοντας
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stαναγνώρισααναγνωρίσαμε
2ndαναγνώρισεςαναγνωρίσατε
3rdαναγνώρισεαναγνώρισαν & αναγνωρίσαν oral. & αναγνωρίσανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stαναγνωρίσωαναγνωρίσουμε & αναγνωρίσομε dial.
2ndαναγνωρίσειςαναγνωρίσετε
3rdαναγνωρίσειαναγνωρίσουν & αναγνωρίσουνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndαναγνώρισεαναγνωρίστε
Simple past-Infinitiveαναγνωρίσει
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stαναγνώριζααναγνωρίζαμε
2ndαναγνώριζεςαναγνωρίζατε
3rdαναγνώριζεαναγνώριζαν & αναγνωρίζαν oral. & αναγνωρίζανε oral.
PASSIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stαναγνωρίζομαιαναγνωριζόμαστε
2ndαναγνωρίζεσαιαναγνωρίζεστε & αναγνωριζόσαστε oral.
3rdαναγνωρίζεταιαναγνωρίζονται
Present-Imperative
Plural
2ndαναγνωρίζεστε
Present-Participleαναγνωριζόμενος
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stαναγνωρίστηκα & αναγνωρίσθηκα learn. αναγνωριστήκαμε & αναγνωρισθήκαμε learn.
2ndαναγνωρίστηκες & αναγνωρίσθηκες learn. αναγνωριστήκατε & αναγνωρισθήκατε learn.
3rdαναγνωρίστηκε & αναγνωρίσθηκε learn. αναγνωρίστηκαν & αναγνωρίσθηκαν learn. & αναγνωριστήκαν oral. & αναγνωριστήκανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stαναγνωριστώ & αναγνωρισθώ learn. αναγνωριστούμε & αναγνωρισθούμε learn.
2ndαναγνωριστείς & αναγνωρισθείς learn. αναγνωριστείτε & αναγνωρισθείτε learn.
3rdαναγνωριστεί & αναγνωρισθεί learn. αναγνωριστούν & αναγνωρισθούν learn. & αναγνωρισθούνε learn. & αναγνωριστούνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndαναγνωρίσουαναγνωριστείτε & αναγνωρισθείτε learn.
Simple past-Infinitiveαναγνωριστεί & αναγνωρισθεί learn.
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stαναγνωριζόμουν & αναγνωριζόμουνα oral. αναγνωριζόμασταν & αναγνωριζόμαστε
2ndαναγνωριζόσουν & αναγνωριζόσουνα oral. αναγνωριζόσασταν & αναγνωριζόσαστε oral.
3rdαναγνωριζόταν & αναγνωριζότανε oral. αναγνωρίζονταν & αναγνωριζόντανε oral. & αναγνωριζόντουσαν oral.
Present Perfect-Participleαναγνωρισμένος

Synonyms - Antonyms

αναγνωρίζω v.

  1. S: διαπιστώνω την ταυτότητα: Δεν έχουν αναγνωρίσει ακόμη τα πτώματα. / Αναγνώρισα τη φωνή του.
  2. Sπαραδέχομαι1, αποδέχομαι2, ομολογώ1, δέχομαι4: Αναγνωρίζω το λάθος μου. Aαμφισβητώ, αρνούμαι3

αναγνωρίζομαι

Sκαταξιώνομαι: Έχει αναγνωριστεί ως συγγραφέας.


7 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.