Lexiscope: αμφισβητούμενος

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

αμ-φι-σβη-τού-με-νος

Morphology

αμφισβητώ v.

ACTIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stαμφισβητώαμφισβητούμε
2ndαμφισβητείςαμφισβητείτε
3rdαμφισβητείαμφισβητούν & αμφισβητούνε oral.
Present-Imperative
Plural
2ndαμφισβητείτε
Present-Participleαμφισβητώντας
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stαμφισβήτησααμφισβητήσαμε
2ndαμφισβήτησεςαμφισβητήσατε
3rdαμφισβήτησεαμφισβήτησαν & αμφισβητήσαν oral. & αμφισβητήσανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stαμφισβητήσωαμφισβητήσουμε & αμφισβητήσομε dial.
2ndαμφισβητήσειςαμφισβητήσετε
3rdαμφισβητήσειαμφισβητήσουν & αμφισβητήσουνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndαμφισβήτησεαμφισβητήσετε & αμφισβητήστε
Simple past-Infinitiveαμφισβητήσει
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stαμφισβητούσααμφισβητούσαμε
2ndαμφισβητούσεςαμφισβητούσατε
3rdαμφισβητούσεαμφισβητούσαν & αμφισβητούσανε oral.
PASSIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stαμφισβητούμαιαμφισβητούμαστε
2ndαμφισβητείσαιαμφισβητείστε
3rdαμφισβητείταιαμφισβητούνται
Present-Imperative
Plural
2ndαμφισβητείστε
Present-Participleαμφισβητούμενος
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stαμφισβητήθηκααμφισβητηθήκαμε
2ndαμφισβητήθηκεςαμφισβητηθήκατε
3rdαμφισβητήθηκεαμφισβητήθηκαν & αμφισβητηθήκανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stαμφισβητηθώαμφισβητηθούμε
2ndαμφισβητηθείςαμφισβητηθείτε
3rdαμφισβητηθείαμφισβητηθούν & αμφισβητηθούνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndαμφισβητήσουαμφισβητηθείτε
Simple past-Infinitiveαμφισβητηθεί
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1st------
2nd------
3rdαμφισβητούνταν & αμφισβητείτο learn. αμφισβητούνταν & αμφισβητούντο learn.
Present Perfect-Participleαμφισβητημένος

Synonyms - Antonyms

αμφισβητώ v.

Sέχω αντιρρήσεις: Αμφισβήτησαν την αξία του έργου του. Aπαραδέχομαι1, αναγνωρίζω2


αμφισβητούμενος adj.

Sαμφιλεγόμενος: αμφισβητούμενη έκταση της καταστροφής Aαδιαμφισβήτητος

Προθήματα - Επιθήματα

αμφι- [amfi]

αμφί- [amfí] όταν ο τόνος ανεβαίνει στο αʹ συστατικό

Προέρχεται από την αρχαία πρόθεση αμφί (= και από τις δυο πλευρές, γύρω από).

1. Από δύο μεριές

Το αμφι- σχηματίζει επίθετα που δηλώνουν ότι κάτι υπάρχει ή γίνεται και από τις δυο μεριές. Για παράδειγμα, το έδαφος είναι αμφικλινές όταν είναι επικλινές και από τις δυο πλευρές.

αμφίδρομος, -η, -ο, αμφιέρειστος, -η, -ο (σπάνιο, κυρίως στη φράση αμφιέρειστη δοκός), αμφικλινής, -ής, -ές, αμφίκοιλος, -η, -ο, αμφίκυρτος, -η, -ο, αμφίστυλος, -η, -ο

2. Δύο δυνατότητες

Το αμφι- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν ότι συνυπάρχουν ταυτόχρονα δύο δυνατότητες ή ιδιότητες που είναι αντίθετες μεταξύ τους. Για παράδειγμα, αμφίβια είναι τα ζώα που μπορούν να ζουν και στη στεριά και στο νερό.

αμφιφυλοφιλία

αμφίβιος, -α, -ο

αμφίχειρας

αμφιθαλής, -ής, -ές

αμφιφυλόφιλος, -η, -ο

✔ Λέμε ότι δύο αδέρφια είναι αμφιθαλή όταν γεννήθηκαν από τους ίδιους γονείς. Για το αντίθετο βλ. ετερο-* (ετεροθαλής).

3. Δύο εκδοχές ή αβεβαιότητα

Το αμφι- σχηματίζει λέξεις που εκφράζουν ότι μία ενέργεια ή κατάσταση είναι αβέβαιη ή ότι μπορεί να έχει διαφορετικές εκδοχές. Για παράδειγμα, αμφίρροπο είναι ένα αποτέλεσμα που δεν είναι βέβαιο.

αμφιβολία

αμφίβολος, -η, -ο

αμφιβάλλω

αμφισβήτηση

αμφίρροπος, -η, -ο

αμφισβητώ

αμφισημία

αμφίσημος, -η, -ο

αμφιταλαντεύομαι


3 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.