Λεξισκόπιο: πείνα

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

πεί-να

Μορφολογία

πείνα ουσ. θηλ.

ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηπείναοιπείνες
Γενικήτηςπείνας---
Αιτιατικήτηνπείνατιςπείνες
Κλητική πείνα πείνες

πεινάω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απεινώ & πεινάω προφ. πεινάμε & πεινούμε
Βπεινάςπεινάτε
Γπεινά & πεινάει προφ. πεινούν & πεινάν προφ. & πεινάνε προφ. & πεινούνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βπείνα προφ. & πείναγε προφ. πεινάτε
Ενεστώτας-Μετοχήπεινώντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απείνασαπεινάσαμε
Βπείνασεςπεινάσατε
Γπείνασεπείνασαν & πεινάσαν προφ. & πεινάσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απεινάσωπεινάσουμε & πεινάσομε διαλ.
Βπεινάσειςπεινάσετε
Γπεινάσειπεινάσουν & πεινάσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βπείνασε & πείνα προφ. πεινάσετε & πεινάστε
Αόριστος-Απαρέμφατοπεινάσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απεινούσα & πείναγα προφ. πεινούσαμε & πεινάγαμε προφ.
Βπεινούσες & πείναγες προφ. πεινούσατε & πεινάγατε προφ.
Γπεινούσε & πείναγε προφ. πεινούσαν & πείναγαν προφ. & πεινάγαν προφ. & πεινάγανε προφ. & πεινούσανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Παρακείμενος-Μετοχήπεινασμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

πείνα ουσ.

  1. Σασιτία, λιμός, σιτοδεία
  2. Σφτώχεια: μισθοί πείνας
  3. Σπόθος1, λαχτάρα1, δίψα: πείνα για δημοσιότητα

πεινάω ρήμ.

  1. Σαισθάνομαι πείνα, τρέχουν τα σάλια μου1 προφ., με κόβει η λόρδα προφ.
  2. Σλιμοκτονώ2

1 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.