Λεξισκόπιο: δίψα

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

δί-ψα

Μορφολογία

δίψα ουσ. θηλ.

ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηδίψαοιδίψες
Γενικήτηςδίψας---
Αιτιατικήτηδίψατιςδίψες
Κλητική δίψα δίψες

διψάω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αδιψώ & διψάω προφ. διψάμε & διψούμε
Βδιψάςδιψάτε
Γδιψά & διψάει προφ. διψούν & διψάν προφ. & διψάνε προφ. & διψούνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βδίψα προφ. & δίψαγε προφ. διψάτε
Ενεστώτας-Μετοχήδιψώντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αδίψασαδιψάσαμε
Βδίψασεςδιψάσατε
Γδίψασεδίψασαν & διψάσαν προφ. & διψάσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αδιψάσωδιψάσουμε & διψάσομε διαλ.
Βδιψάσειςδιψάσετε
Γδιψάσειδιψάσουν & διψάσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βδίψασε & δίψα προφ. διψάσετε & διψάστε
Αόριστος-Απαρέμφατοδιψάσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αδιψούσα & δίψαγα προφ. διψούσαμε & διψάγαμε προφ.
Βδιψούσες & δίψαγες προφ. διψούσατε & διψάγατε προφ.
Γδιψούσε & δίψαγε προφ. διψούσαν & δίψαγαν προφ. & διψάγαν προφ. & διψάγανε προφ. & διψούσανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Παρακείμενος-Μετοχήδιψασμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

δίψα ουσ.

βλ. διψάω


διψάω ρήμ.

  1. Σ: αισθάνομαι δίψα Αξεδιψάω
  2. Σλαχταράω1, επιθυμώ2: Διψάει για γνώση!

7 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.