Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.
H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.
Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.
Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.
Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.
με-σο-λα-βεί
μεσολαβώ ρήμ. μόνο ενεργητική
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ | |||||||||||||
Ενεστώτας-Οριστική |
| ||||||||||||
Ενεστώτας-Προστακτική |
| ||||||||||||
Ενεστώτας-Μετοχή | μεσολαβώντας | ||||||||||||
Αόριστος-Οριστική |
| ||||||||||||
Αόριστος-Υποτακτική |
| ||||||||||||
Αόριστος-Προστακτική |
| ||||||||||||
Αόριστος-Απαρέμφατο | μεσολαβήσει | ||||||||||||
Παρατατικός-Οριστική |
|
μεσολαβώ ρήμ.
μεσολαβεί
μεσο- [meso]
μεσό- [mesó] όταν ο τόνος ανεβαίνει στο αʹ συστατικό
μεσ- [mes] πριν από φωνήεν
Προέρχεται από το επίθετο μέσος.
1. Στη μέση, στο ενδιάμεσο
Το μεσο- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν ότι κάτι βρίσκεται στη μέση ενός χώρου ή ενός άξονα ή ενδιάμεσα σε κάποια πράγματα. Για παράδειγμα, η μεσοτοιχία είναι ο τοίχος που χωρίζει δύο διαμερίσματα.
μεσοπάτωμα | μεσίστιος, -α, -ο | μεσολαβώ | μεσοστρατίς |
μεσοτοιχία | μεσόγειος, -α, -ο | μεσουρανίς | |
μεσόφρυδο | μεσόκοπος, -η, -ο | μεσοχρονίς | |
μεσοπλανητικός, -ή, -ό | |||
μεσοποτάμιος, -α, -ο |
2. Μέσο μιας χρονικής περιόδου
Το μεσο- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν το μέσο μιας χρονικής περιόδου. Για παράδειγμα, το μεσοχείμωνο είναι η καρδιά του χειμώνα· ο μεσήλικας βρίσκεται σε μέση ηλικία, δηλαδή δεν είναι ούτε νέος ούτε γέρος.
μεσήλικας | μεσήλικος, -η, -ο | μεσοβδόμαδα |
μεσημέρι | ||
μεσοκαλόκαιρο | ||
μεσονύχτι | ||
μεσοσαράκοστο | ||
μεσοχείμωνο |
ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΕΣ ΣΗΜΑΣΙΕΣ
•Το μεσο- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν ένα χρονικό διάστημα ανάμεσα σε δύο χρονικά σημεία. Για παράδειγμα, μεσοπόλεμος λέγεται η χρονική περίοδος ανάμεσα στους δύο παγκόσμιους πολέμους.
✔ Η λέξη Μεσαίωνας (μεταφραστικό δάνειο από το γαλλικό Moyen âge) δηλώνει την ιστορική περίοδο από τον 5ο ως το 15ο αιώνα.
• (επιστημ.) Το μεσο- σχηματίζει λέξεις της ιστορίας, της αρχαιολογίας και της γεωλογίας, που δηλώνουν τη μέση φάση μιας εξέλιξης. Για παράδειγμα, ο μεσοκυκλαδικός πολιτισμός είναι η μέση φάση του κυκλαδικού πολιτισμού, μετά τον πρωτοκυκλαδικό και πριν από τον υστεροκυκλαδικό.
✔ Για τις τρεις φάσεις μιας ιστορικής περιόδου (π.χ. πρωτοκυκλαδικός - μεσοκυκλαδικός - υστεροκυκλαδικός) βλ. σχετική σημείωση στο υστερο-*.
3. Μεσαία κλίμακα
Το μεσο- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν τη μεσαία φάση μιας κλίμακας ή διαβάθμισης. Για παράδειγμα, η μεσόφωνος τραγουδάει σε μεσαία κλίμακα δηλαδή ανάμεσα στη σοπράνο (υψίφωνο) και την κοντράλτο, ενώ όταν θέτουμε ένα μεσοπρόθεσμο στόχο (δηλαδή ούτε βραχυπρόθεσμο ούτε μακροπρόθεσμο) ελπίζουμε να τον πετύχουμε σύντομα, αλλά όχι πολύ άμεσα.
μεσόκλιμα | μεσοπρόθεσμος, -η, -ο |
μεσόφωνος |
▶ Λέξεις με μεσο- προέρχονται από φράσεις που μετατρέπονται σε ουσιαστικά ή/και επίθετα, όπως μεσανατολικός, -ή, -ό (< Μέση Ανατολή).
9 Από 10
Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.
Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.
ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΕΣ ΣΗΜΑΣΙΕΣ
• (ιατρ.) Στο ιατρικό λεξιλόγιο, το μεσο- σχηματίζει όρους της ανατομίας.
μεσεγκέφαλος
μεσοβρεγματικός, -ή, -ό
μεσογάστριο
μεσοδοντικός, -ή, -ό
μεσοθώρακας
μεσοθωρακικός, -ή, -ό
μεσοκάρπιο
μεσοκυττάριος, -α, -ο
μεσοκνήμιο
μεσοσπονδύλιος, -α, -ο
•Ορισμένες λέξεις με το μεσο- δηλώνουν ότι κάτι βρίσκεται στο εσωτερικό, από μέσα.
✔ Για τους παράλληλους τύπους όπως μεσοφόρι/μισοφόρι βλ. μισο-*.