Λεξισκόπιο: ζωντανά

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

ζω-ντα-νά

Μορφολογία

ζωντανά επίρρ.

ζωντανότερα επίρρ. συγκρ.

ζωντανότατα επίρρ. υπερθ.


ζωντανό ουσ. ουδ.

ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοζωντανόταζωντανά
Γενικήτουζωντανούτωνζωντανών
Αιτιατικήτοζωντανόταζωντανά
Κλητική ζωντανό ζωντανά

ζωντανός επίθ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοζωντανόςοιζωντανοί
Γενικήτουζωντανούτωνζωντανών
Αιτιατικήτοζωντανότουςζωντανούς
Κλητική ζωντανέ ζωντανοί
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηζωντανήοιζωντανές
Γενικήτηςζωντανήςτωνζωντανών
Αιτιατικήτηζωντανήτιςζωντανές
Κλητική ζωντανή ζωντανές
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοζωντανόταζωντανά
Γενικήτουζωντανούτωνζωντανών
Αιτιατικήτοζωντανόταζωντανά
Κλητική ζωντανό ζωντανά

ζωντανότερος επίθ. συγκρ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοζωντανότεροςοιζωντανότεροι
Γενικήτουζωντανότερουτωνζωντανότερων
Αιτιατικήτοζωντανότεροτουςζωντανότερους
Κλητική ζωντανότερε ζωντανότεροι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηζωντανότερηοιζωντανότερες
Γενικήτηςζωντανότερηςτωνζωντανότερων
Αιτιατικήτηζωντανότερητιςζωντανότερες
Κλητική ζωντανότερη ζωντανότερες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοζωντανότεροταζωντανότερα
Γενικήτουζωντανότερουτωνζωντανότερων
Αιτιατικήτοζωντανότεροταζωντανότερα
Κλητική ζωντανότερο ζωντανότερα

ζωντανότατος επίθ. υπερθ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοζωντανότατοςοιζωντανότατοι
Γενικήτουζωντανότατουτωνζωντανότατων
Αιτιατικήτοζωντανότατοτουςζωντανότατους
Κλητική ζωντανότατε ζωντανότατοι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηζωντανότατηοιζωντανότατες
Γενικήτηςζωντανότατηςτωνζωντανότατων
Αιτιατικήτηζωντανότατητιςζωντανότατες
Κλητική ζωντανότατη ζωντανότατες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοζωντανότατοταζωντανότατα
Γενικήτουζωντανότατουτωνζωντανότατων
Αιτιατικήτοζωντανότατοταζωντανότατα
Κλητική ζωντανότατο ζωντανότατα

Συνώνυμα - Αντίθετα

ζωντανά επίρρ.

βλ. ζωντανός


ζωντανό ουσ.

  1. Σκτήνος1, ζώο1
  2.  μειωτ. Σβλάκας

ζωντανός επίθ.

  1. Ανεκρός1, άψυχος2
  2. Σδραστήριος, ζωηρός3: Για την ηλικία του είναι πολύ ζωντανός άνθρωπος.
  3. Σρεαλιστικός3, παραστατικός, γλαφυρός: Η εικόνα ήταν τόσο ζωντανή, που του έφερε δάκρυα στα μάτια.
  4. Αμαγνητοσκοπημένος: Η μετάδοση του αγώνα θα είναι ζωντανή.
  5. Σφρέσκος1: Αγοράστε ζωντανά ψάρια! Αμπαγιάτικος

6 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.