Λεξισκόπιο: γλαφυρός

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

γλα-φυ-ρός

Μορφολογία

γλαφυρός επίθ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήογλαφυρόςοιγλαφυροί
Γενικήτουγλαφυρούτωνγλαφυρών
Αιτιατικήτογλαφυρότουςγλαφυρούς
Κλητική γλαφυρέ γλαφυροί
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηγλαφυρήοιγλαφυρές
Γενικήτηςγλαφυρήςτωνγλαφυρών
Αιτιατικήτηγλαφυρήτιςγλαφυρές
Κλητική γλαφυρή γλαφυρές
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτογλαφυρόταγλαφυρά
Γενικήτουγλαφυρούτωνγλαφυρών
Αιτιατικήτογλαφυρόταγλαφυρά
Κλητική γλαφυρό γλαφυρά

γλαφυρότερος επίθ. συγκρ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήογλαφυρότεροςοιγλαφυρότεροι
Γενικήτουγλαφυρότερουτωνγλαφυρότερων
Αιτιατικήτογλαφυρότεροτουςγλαφυρότερους
Κλητική γλαφυρότερε γλαφυρότεροι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηγλαφυρότερηοιγλαφυρότερες
Γενικήτηςγλαφυρότερηςτωνγλαφυρότερων
Αιτιατικήτηγλαφυρότερητιςγλαφυρότερες
Κλητική γλαφυρότερη γλαφυρότερες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτογλαφυρότεροταγλαφυρότερα
Γενικήτουγλαφυρότερουτωνγλαφυρότερων
Αιτιατικήτογλαφυρότεροταγλαφυρότερα
Κλητική γλαφυρότερο γλαφυρότερα

γλαφυρότατος επίθ. υπερθ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήογλαφυρότατοςοιγλαφυρότατοι
Γενικήτουγλαφυρότατουτωνγλαφυρότατων
Αιτιατικήτογλαφυρότατοτουςγλαφυρότατους
Κλητική γλαφυρότατε γλαφυρότατοι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηγλαφυρότατηοιγλαφυρότατες
Γενικήτηςγλαφυρότατηςτωνγλαφυρότατων
Αιτιατικήτηγλαφυρότατητιςγλαφυρότατες
Κλητική γλαφυρότατη γλαφυρότατες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτογλαφυρότατοταγλαφυρότατα
Γενικήτουγλαφυρότατουτωνγλαφυρότατων
Αιτιατικήτογλαφυρότατοταγλαφυρότατα
Κλητική γλαφυρότατο γλαφυρότατα

Συνώνυμα - Αντίθετα

γλαφυρός επίθ.

Σπαραστατικός: γλαφυρή περιγραφή


1 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.