Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.
H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.
Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.
Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.
Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.
εύ-φο-ρος
εύφορος επίθ.
Αρσενικό |
| |||||||||||||||||||||||||
Θηλυκό |
| |||||||||||||||||||||||||
Ουδέτερο |
|
ευφορότερος επίθ. συγκρ.
Αρσενικό |
| |||||||||||||||||||||||||
Θηλυκό |
| |||||||||||||||||||||||||
Ουδέτερο |
|
ευφορότατος επίθ. υπερθ.
Αρσενικό |
| |||||||||||||||||||||||||
Θηλυκό |
| |||||||||||||||||||||||||
Ουδέτερο |
|
εύφορος επίθ.
Σ: καρπερός1 προφ., γόνιμος1, καρποφόρος1 Α: άγονος1
ευ- [ef] ή [ev]
εύ- [éf] ή [év] όταν ο τόνος ανεβαίνει στο αʹ συστατικό
Προέρχεται από το αρχαίο επίρρημα ευ (= καλά).
1. Εύκολα
Το ευ- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν ότι μία ενέργεια γίνεται με ευκολία. Για παράδειγμα, κάτι ευανάγνωστο είναι εύκολο να διαβαστεί.
ευαισθησία | ευαίσθητος, -η, -ο |
ευκινησία | ευανάγνωστος, -η, -ο |
ευπάθεια | ευαπόδεικτος, -η, -ο |
ευπιστία | ευέλικτος, -η, -ο |
ευστροφία | ευέξαπτος, -η, -ο |
ευσυγκινησία | εύθραυστος, -η, -ο |
ευκίνητος, -η, -ο | |
ευπαθής, -ής, -ές | |
ευπροσάρμοστος, -η, -ο | |
εύστροφος, -η, -ο | |
ευσυγκίνητος, -η, -ο | |
εύφλεκτος, -η, -ο | |
εύχρηστος, -η, -ο |
2. Καλά, ευχάριστα
Το ευ- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν ότι κάτι είναι θετικό ή ευχάριστο. Για παράδειγμα, όταν υπάρχουν ευοίωνες προβλέψεις για ένα σχέδιο τότε όλα δείχνουν ότι θα πάει καλά.
ευθυμία | εύηχος, -η, -ο | ευπρεπίζω |
ευπρέπεια | εύθυμος, -η, -ο | ευωδιάζω |
ευστάθεια | εύμορφος, -η, -ο | |
ευφωνία | ευοίωνος, -η, -ο | |
ευωδία | εύοσμος, -η, -ο | |
ευπρεπής, -ής, -ές | ||
εύστοχος, -η, -ο | ||
ευσυνείδητος, -η, -ο | ||
εύφημος, -η, -ο (κυρίως στη φράση εύφημος μνεία) |
ΑΝΤ Τα αντίθετα στη συγκεκριμένη σημασία σχηματίζονται με το δυσ-* (π.χ. ευθυμία ≠ δυσθυμία) ή με το α-* (π.χ. ευστάθεια ≠ αστάθεια).
3. Σε μεγάλο βαθμό
Το ευ- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν την ύπαρξη ενός χαρακτηριστικού σε υψηλό βαθμό. Για παράδειγμα, ο ευμεγέθης έχει μεγάλο μέγεθος.
ευπορία | ευειδής, -ής, -ές (= όμορφος) |
ευφυΐα | ευμεγέθης, -ης, -ες |
εύπορος, -η, -ο | |
εύσωμος, -η, -ο | |
ευτραφής, -ής, -ές | |
ευφυής, -ής, -ές |
✔ Αρχικά, η λέξη εύσωμος είχε τη σημασία αυτού που έχει όμορφο σώμα, και όχι του παχουλού και μεγαλόσωμου.
-φορ-
Οι λέξεις που περιέχουν το συστατικό -φορ- αναφέρονται σε κάποιον που φέρνει ή κουβαλάει κάτι.Το συστατικό -φορ- προέρχεται από το ρήμα φέρω. Το συστατικό αυτό εμφανίζεται σε:
Ρήματα
-φορώ [foró]
Για παράδειγμα, όταν δίνουμε τίτλο σε ένα βιβλίο ή ένα έργο, το τιτλοφορούμε.
Ουσιαστικά
-φορέας [foréas]
Για παράδειγμα, ο τραυματιοφορέας μεταφέρει με φορείο τραυματίες ή ασθενείς.
-φόρηση [fórisi]
Για παράδειγμα, η παρασημοφόρηση είναι η ενέργεια και το αποτέλεσμα του παρασημοφορώ.
-φορία [foría]
Για παράδειγμα, η κερδοφορία μιας επιχείρησης είναι να αποδίδει κέρδος, ενώ η εποχή της ανθοφορίας ενός φυτού είναι η εποχή που ανθίζει.
-φορος [foros]
Για παράδειγμα, ανήφορος είναι ο δρόμος που έχει κλίση προς τα πάνω.
-φόρος [fóros]
Για παράδειγμα, ο σημαιοφόρος κρατάει τη σημαία στην παρέλαση, ενώ ο μασκοφόρος φοράει μάσκα στο πρόσωπό του.
✔ Λιγότερα είναι τα θηλυκά ουσιαστικά σε -φόρος.
Επίθετα
-φορικός [forikós], -φορική, -φορικό
Για παράδειγμα, η δορυφορική τηλεόραση εκπέμπει σήμα μέσω δορυφόρου.
-φορος [foros], -φορη, -φορο
Για παράδειγμα, κάτι είναι ανυπόφορο όταν δεν υποφέρεται, ενώ η γη είναι εύφορη όταν δίνει, παράγει πολλούς καρπούς.
Λέξεις με άλλες σημασίες
Δεν πρέπει να γίνεται σύγχυση με το συστατικό -φωρ- που εμφανίζεται στις λέξεις αυτόφωρο και κατάφωρος, το οποίο ανάγεται στην αρχαιοελληνική λέξη φωρ (= κλέφτης).
-φόρος [fóros], -φόρα, -φόρο
Για παράδειγμα, ένα θανατηφόρο τραύμα επιφέρει θάνατο, ενώ τα ηλεκτροφόρα καλώδια μεταφέρουν ηλεκτρικό ρεύμα.
✔ Πολλά από αυτά τα επίθετα χρησιμοποιούνται ως ουσιαστικά (π.χ. ιστιοφόρο, λαχειοφόρος).
✔ Η λέξη ασθενοφόρο είναι ουσιαστικό.
2 Από 10
Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.
Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.
ΑΝΤ Τα αντίθετα στη συγκεκριμένη σημασία σχηματίζονται με το δυσ-* (π.χ. ευκίνητος ≠ δυσκίνητος).