Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.
H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.
Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.
Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.
Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.
Συλλαβισμός
γό-νι-μος
Μορφολογία
γόνιμος επίθ.
Αρσενικό |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Ονομαστική | ο | γόνιμος | οι | γόνιμοι |
Γενική | του | γόνιμου | των | γόνιμων |
Αιτιατική | το | γόνιμο | τους | γόνιμους |
Κλητική | | γόνιμε | | γόνιμοι |
|
Θηλυκό |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Ονομαστική | η | γόνιμη | οι | γόνιμες |
Γενική | της | γόνιμης | των | γόνιμων |
Αιτιατική | τη | γόνιμη | τις | γόνιμες |
Κλητική | | γόνιμη | | γόνιμες |
|
Ουδέτερο |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Ονομαστική | το | γόνιμο | τα | γόνιμα |
Γενική | του | γόνιμου | των | γόνιμων |
Αιτιατική | το | γόνιμο | τα | γόνιμα |
Κλητική | | γόνιμο | | γόνιμα |
|
γονιμότερος επίθ. συγκρ.
Αρσενικό |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Ονομαστική | ο | γονιμότερος | οι | γονιμότεροι |
Γενική | του | γονιμότερου | των | γονιμότερων |
Αιτιατική | το | γονιμότερο | τους | γονιμότερους |
Κλητική | | γονιμότερε | | γονιμότεροι |
|
Θηλυκό |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Ονομαστική | η | γονιμότερη | οι | γονιμότερες |
Γενική | της | γονιμότερης | των | γονιμότερων |
Αιτιατική | τη | γονιμότερη | τις | γονιμότερες |
Κλητική | | γονιμότερη | | γονιμότερες |
|
Ουδέτερο |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Ονομαστική | το | γονιμότερο | τα | γονιμότερα |
Γενική | του | γονιμότερου | των | γονιμότερων |
Αιτιατική | το | γονιμότερο | τα | γονιμότερα |
Κλητική | | γονιμότερο | | γονιμότερα |
|
γονιμότατος επίθ. υπερθ.
Αρσενικό |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Ονομαστική | ο | γονιμότατος | οι | γονιμότατοι |
Γενική | του | γονιμότατου | των | γονιμότατων |
Αιτιατική | το | γονιμότατο | τους | γονιμότατους |
Κλητική | | γονιμότατε | | γονιμότατοι |
|
Θηλυκό |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Ονομαστική | η | γονιμότατη | οι | γονιμότατες |
Γενική | της | γονιμότατης | των | γονιμότατων |
Αιτιατική | τη | γονιμότατη | τις | γονιμότατες |
Κλητική | | γονιμότατη | | γονιμότατες |
|
Ουδέτερο |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Ονομαστική | το | γονιμότατο | τα | γονιμότατα |
Γενική | του | γονιμότατου | των | γονιμότατων |
Αιτιατική | το | γονιμότατο | τα | γονιμότατα |
Κλητική | | γονιμότατο | | γονιμότατα |
|
Συνώνυμα - Αντίθετα
γόνιμος επίθ.
- Σ: παραγωγικός1, εύφορος, καρπερός1 προφ., καρποφόρος1: γόνιμο έδαφος Α: άγονος1
- Σ: δημιουργικός, επινοητικός, εφευρετικός: γόνιμη φαντασία Α: στείρος2
- Σ: αποτελεσματικός, αποδοτικός: Οι συζητήσεις μας δεν ήταν γόνιμες. Α: ατελέσφορος
7 Από 10
Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.
Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.