Λεξισκόπιο: αφοσιωμένος

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

α-φο-σι-ω-μέ-νος

Μορφολογία

αφοσιωμένος επίθ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοαφοσιωμένοςοιαφοσιωμένοι
Γενικήτουαφοσιωμένουτωναφοσιωμένων
Αιτιατικήτοναφοσιωμένοτουςαφοσιωμένους
Κλητική αφοσιωμένε αφοσιωμένοι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηαφοσιωμένηοιαφοσιωμένες
Γενικήτηςαφοσιωμένηςτωναφοσιωμένων
Αιτιατικήτηναφοσιωμένητιςαφοσιωμένες
Κλητική αφοσιωμένη αφοσιωμένες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοαφοσιωμένοτααφοσιωμένα
Γενικήτουαφοσιωμένουτωναφοσιωμένων
Αιτιατικήτοαφοσιωμένοτααφοσιωμένα
Κλητική αφοσιωμένο αφοσιωμένα

αφοσιώνομαι ρήμ. μόνο παθητική

ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααφοσιώνομαιαφοσιωνόμαστε
Βαφοσιώνεσαιαφοσιώνεστε & αφοσιωνόσαστε προφ.
Γαφοσιώνεταιαφοσιώνονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βαφοσιώνεστε
Ενεστώτας-Μετοχήαφοσιούμενος
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααφοσιώθηκααφοσιωθήκαμε
Βαφοσιώθηκεςαφοσιωθήκατε
Γαφοσιώθηκεαφοσιώθηκαν & αφοσιωθήκαν προφ. & αφοσιωθήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααφοσιωθώαφοσιωθούμε
Βαφοσιωθείςαφοσιωθείτε
Γαφοσιωθείαφοσιωθούν & αφοσιωθούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βαφοσιώσουαφοσιωθείτε
Αόριστος-Απαρέμφατοαφοσιωθεί
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααφοσιωνόμουν & αφοσιωνόμουνα προφ. αφοσιωνόμασταν & αφοσιωνόμαστε
Βαφοσιωνόσουν & αφοσιωνόσουνα προφ. αφοσιωνόσασταν & αφοσιωνόσαστε προφ.
Γαφοσιωνόταν & αφοσιωνότανε προφ. αφοσιώνονταν & αφοσιωνόντανε προφ. & αφοσιωνόντουσαν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήαφοσιωμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

αφοσιωμένος επίθ.

Σπιστός2: αφοσιωμένος φίλος


αφοσιώνομαι ρήμ.

  1. Σαφιερώνομαι, δίνομαι: Αφοσιώθηκε στην καριέρα του.
  2. Σαπορροφώμαι, προσηλώνομαι, συγκεντρώνομαι, δε σηκώνω κεφάλι: Είχε αφοσιωθεί στο παιχνίδι.

6 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.