Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.
H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.
Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.
Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.
Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.
Συλλαβισμός
α-πορ-ρο-φώ-μαι
Μορφολογία
απορροφώ ρήμ.
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | απορροφώ & απορροφάω προφ. | απορροφάμε & απορροφούμε |
Β | απορροφάς | απορροφάτε |
Γ | απορροφά & απορροφάει προφ. | απορροφούν & απορροφάν προφ. & απορροφάνε προφ. & απορροφούνε προφ. |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | απορρόφα προφ. & απορρόφαγε προφ. | απορροφάτε |
|
Ενεστώτας-Μετοχή | απορροφώντας |
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | απορρόφησα | απορροφήσαμε |
Β | απορρόφησες | απορροφήσατε |
Γ | απορρόφησε | απορρόφησαν & απορροφήσαν προφ. & απορροφήσανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | απορροφήσω | απορροφήσουμε & απορροφήσομε διαλ. |
Β | απορροφήσεις | απορροφήσετε |
Γ | απορροφήσει | απορροφήσουν & απορροφήσουνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | απορρόφησε & απορρόφα προφ. | απορροφήσετε & απορροφήστε |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | απορροφήσει |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | απορροφούσα & απορρόφαγα προφ. | απορροφούσαμε & απορροφάγαμε προφ. |
Β | απορροφούσες & απορρόφαγες προφ. | απορροφούσατε & απορροφάγατε προφ. |
Γ | απορροφούσε & απορρόφαγε προφ. | απορροφούσαν & απορροφάγαν προφ. & απορροφάγανε προφ. & απορροφούσανε προφ. & απορρόφαγαν προφ. |
|
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | απορροφιέμαι & απορροφώμαι | απορροφιόμαστε & απορροφώμεθα λόγ. & απορροφόμαστε προφ. |
Β | απορροφάσαι & απορροφιέσαι | απορροφιέστε & απορροφάσθε λόγ. & απορροφάστε προφ. & απορροφιόσαστε προφ. |
Γ | απορροφάται & απορροφιέται | απορροφιούνται & απορροφώνται & απορροφιόνται προφ. |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
| Πληθυντικός |
Β | απορροφιέστε & απορροφάσθε λόγ. & απορροφάστε προφ. |
|
Ενεστώτας-Μετοχή | απορροφώμενος |
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | απορροφήθηκα | απορροφηθήκαμε |
Β | απορροφήθηκες | απορροφηθήκατε |
Γ | απορροφήθηκε | απορροφήθηκαν & απορροφηθήκαν προφ. & απορροφηθήκανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | απορροφηθώ | απορροφηθούμε |
Β | απορροφηθείς | απορροφηθείτε |
Γ | απορροφηθεί | απορροφηθούν & απορροφηθούνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | απορροφήσου | απορροφηθείτε |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | απορροφηθεί |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | απορροφιόμουν & απορροφιόμουνα προφ. | απορροφιόμασταν & απορροφιόμαστε |
Β | απορροφιόσουν & απορροφιόσουνα προφ. | απορροφιόσασταν & απορροφιόσαστε προφ. |
Γ | απορροφιόταν & απορροφάτο λόγ. & απορροφιότανε προφ. | απορροφιούνταν & απορροφιόνταν & απορροφώντο λόγ. & απορροφιόντανε προφ. & απορροφιόντουσαν προφ. |
|
Παρακείμενος-Μετοχή | απορροφημένος |
Συνώνυμα - Αντίθετα
απορροφώ ρήμ.
- Σ: αφομοιώνω1, ενσωματώνω2: Η πολυεθνική απορρόφησε τις μικρές επιχειρήσεις.
- Σ: καταναλώνω, χρησιμοποιώ: Οφείλουμε να απορροφήσουμε τα κοινοτικά κονδύλια.
- Σ: αξιοποιώ: Γίνεται ολοένα και πιο δύσκολο να απορροφηθούν οι πτυχιούχοι ανωτάτων σχολών.
απορροφά
Σ: ρουφάει, τραβάει1, πίνει: Τα φυτά απορροφούν υγρασία από το χώμα.
απορροφώμαι
Σ: αφοσιώνομαι2, προσηλώνομαι, δε σηκώνω κεφάλι: Παίζει απορροφημένη με τα παιχνίδια της.
7 Από 10
Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.
Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.