Λεξισκόπιο: συνηθισμένα

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

συ-νη-θι-σμέ-να

Μορφολογία

συνηθίζω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ασυνηθίζωσυνηθίζουμε & συνηθίζομε διαλ.
Βσυνηθίζειςσυνηθίζετε
Γσυνηθίζεισυνηθίζουν & συνηθίζουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βσυνήθιζεσυνηθίζετε
Ενεστώτας-Μετοχήσυνηθίζοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ασυνήθισασυνηθίσαμε
Βσυνήθισεςσυνηθίσατε
Γσυνήθισεσυνήθισαν & συνηθίσαν προφ. & συνηθίσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ασυνηθίσωσυνηθίσουμε & συνηθίσομε διαλ.
Βσυνηθίσειςσυνηθίσετε
Γσυνηθίσεισυνηθίσουν & συνηθίσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βσυνήθισεσυνηθίστε
Αόριστος-Απαρέμφατοσυνηθίσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ασυνήθιζασυνηθίζαμε
Βσυνήθιζεςσυνηθίζατε
Γσυνήθιζεσυνήθιζαν & συνηθίζαν προφ. & συνηθίζανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ασυνηθίζομαισυνηθιζόμαστε
Βσυνηθίζεσαισυνηθίζεστε & συνηθιζόσαστε προφ.
Γσυνηθίζεταισυνηθίζονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βσυνηθίζεστε
Ενεστώτας-Μετοχήσυνηθιζόμενος
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ασυνηθίστηκα & συνηθίσθηκα λόγ. συνηθιστήκαμε & συνηθισθήκαμε λόγ.
Βσυνηθίστηκες & συνηθίσθηκες λόγ. συνηθιστήκατε & συνηθισθήκατε λόγ.
Γσυνηθίστηκε & συνηθίσθηκε λόγ. συνηθίστηκαν & συνηθίσθηκαν λόγ. & συνηθιστήκαν προφ. & συνηθιστήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ασυνηθιστώ & συνηθισθώ λόγ. συνηθιστούμε & συνηθισθούμε λόγ.
Βσυνηθιστείς & συνηθισθείς λόγ. συνηθιστείτε & συνηθισθείτε λόγ.
Γσυνηθιστεί & συνηθισθεί λόγ. συνηθιστούν & συνηθισθούν λόγ. & συνηθισθούνε λόγ. & συνηθιστούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βσυνηθίσουσυνηθιστείτε & συνηθισθείτε λόγ.
Αόριστος-Απαρέμφατοσυνηθιστεί & συνηθισθεί λόγ.
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ασυνηθιζόμουν & συνηθιζόμουνα προφ. συνηθιζόμασταν & συνηθιζόμαστε
Βσυνηθιζόσουν & συνηθιζόσουνα προφ. συνηθιζόσασταν & συνηθιζόσαστε προφ.
Γσυνηθιζόταν & συνηθιζότανε προφ. συνηθίζονταν & συνηθιζόντανε προφ. & συνηθιζόντουσαν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήσυνηθισμένος

συνηθισμένα επίρρ.


συνηθισμένο ουσ. ουδ.

ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοσυνηθισμένοτασυνηθισμένα
Γενικήτουσυνηθισμένουτωνσυνηθισμένων
Αιτιατικήτοσυνηθισμένοτασυνηθισμένα
Κλητική συνηθισμένο συνηθισμένα

συνηθισμένος επίθ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοσυνηθισμένοςοισυνηθισμένοι
Γενικήτουσυνηθισμένουτωνσυνηθισμένων
Αιτιατικήτοσυνηθισμένοτουςσυνηθισμένους
Κλητική συνηθισμένε συνηθισμένοι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήησυνηθισμένηοισυνηθισμένες
Γενικήτηςσυνηθισμένηςτωνσυνηθισμένων
Αιτιατικήτησυνηθισμένητιςσυνηθισμένες
Κλητική συνηθισμένη συνηθισμένες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοσυνηθισμένοτασυνηθισμένα
Γενικήτουσυνηθισμένουτωνσυνηθισμένων
Αιτιατικήτοσυνηθισμένοτασυνηθισμένα
Κλητική συνηθισμένο συνηθισμένα

Συνώνυμα - Αντίθετα

συνηθισμένος επίθ.

  1. Σσυνήθης λόγ., καθιερωμένος1 Αασυνήθιστος2
  2. Σκοινός3 Ασπάνιος1
  3. Σκοινότοπος, τετριμμένος Απρωτότυπος

συνηθίζω ρήμ.

  1. Σέχω τη συνήθεια: Δε συνηθίζω να λέω ψέματα.
  2. Σμαθαίνω7: Συνήθισε να ξυπνάς νωρίς. Αξεσυνηθίζω προφ.
  3. Σεξοικειώνω: Πρέπει να τον συνηθίσεις στο καθημερινό διάβασμα.
  4. Σεξοικειώνομαι: Συνήθισα πια τη μοναξιά.
  5. Σπροσαρμόζομαι, εγκλιματίζομαι: Τα μάτια του συνήθισαν στο σκοτάδι.

συνηθίζεται

Σείθισται λόγ.


συνηθισμένα ουσ.

Σκαθιερωμένα2


1 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.