Λεξισκόπιο: κοινός

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

κοι-νός

Μορφολογία

κοινός επίθ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοκοινόςοικοινοί
Γενικήτουκοινούτωνκοινών
Αιτιατικήτονκοινότουςκοινούς
Κλητική κοινέ κοινοί
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηκοινήοικοινές
Γενικήτηςκοινήςτωνκοινών
Αιτιατικήτηνκοινήτιςκοινές
Κλητική κοινή κοινές
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοκοινότακοινά
Γενικήτουκοινούτωνκοινών
Αιτιατικήτοκοινότακοινά
Κλητική κοινό κοινά

κοινότερος επίθ. συγκρ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοκοινότεροςοικοινότεροι
Γενικήτουκοινότερουτωνκοινότερων
Αιτιατικήτονκοινότεροτουςκοινότερους
Κλητική κοινότερε κοινότεροι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηκοινότερηοικοινότερες
Γενικήτηςκοινότερηςτωνκοινότερων
Αιτιατικήτηνκοινότερητιςκοινότερες
Κλητική κοινότερη κοινότερες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοκοινότεροτακοινότερα
Γενικήτουκοινότερουτωνκοινότερων
Αιτιατικήτοκοινότεροτακοινότερα
Κλητική κοινότερο κοινότερα

κοινότατος επίθ. υπερθ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοκοινότατοςοικοινότατοι
Γενικήτουκοινότατουτωνκοινότατων
Αιτιατικήτονκοινότατοτουςκοινότατους
Κλητική κοινότατε κοινότατοι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηκοινότατηοικοινότατες
Γενικήτηςκοινότατηςτωνκοινότατων
Αιτιατικήτηνκοινότατητιςκοινότατες
Κλητική κοινότατη κοινότατες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοκοινότατοτακοινότατα
Γενικήτουκοινότατουτωνκοινότατων
Αιτιατικήτοκοινότατοτακοινότατα
Κλητική κοινότατο κοινότατα

Συνώνυμα - Αντίθετα

κοινός επίθ.

  1. Σ: από κοινού: κοινός λογαριασμός Αξεχωριστός1
  2. Σίδιος1, όμοιος1: Έχουν πολλά κοινά σημεία.
  3. Σσυνήθης λόγ., συνηθισμένος1: κοινό κρυολόγημα Αασυνήθιστος2

2 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.