Λεξισκόπιο: σκαρφίζομαι

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

σκαρ-φί-ζο-μαι

Μορφολογία

σκαρφίζομαι ρήμ. μόνο παθητική

ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ασκαρφίζομαισκαρφιζόμαστε
Βσκαρφίζεσαισκαρφίζεστε & σκαρφιζόσαστε προφ.
Γσκαρφίζεταισκαρφίζονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βσκαρφίζεστε
Ενεστώτας-Μετοχήσκαρφιζόμενος
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ασκαρφίστηκασκαρφιστήκαμε
Βσκαρφίστηκεςσκαρφιστήκατε
Γσκαρφίστηκεσκαρφίστηκαν & σκαρφιστήκαν προφ. & σκαρφιστήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ασκαρφιστώσκαρφιστούμε
Βσκαρφιστείςσκαρφιστείτε
Γσκαρφιστείσκαρφιστούν & σκαρφιστούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βσκαρφίσουσκαρφιστείτε
Αόριστος-Απαρέμφατοσκαρφιστεί
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ασκαρφιζόμουν & σκαρφιζόμουνα προφ. σκαρφιζόμασταν & σκαρφιζόμαστε
Βσκαρφιζόσουν & σκαρφιζόσουνα προφ. σκαρφιζόσασταν & σκαρφιζόσαστε προφ.
Γσκαρφιζόταν & σκαρφιζότανε προφ. σκαρφίζονταν & σκαρφιζόντανε προφ. & σκαρφιζόντουσαν προφ.

Συνώνυμα - Αντίθετα

σκαρφίζομαι ρήμ. προφ.

Σεπινοώ2, μηχανεύομαι, σοφίζομαι, εφευρίσκω2 λόγ.


3 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.