Λεξισκόπιο: επινοώ

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

ε-πι-νο-ώ

Μορφολογία

επινοώ ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεπινοώεπινοούμε
Βεπινοείςεπινοείτε
Γεπινοείεπινοούν & επινοούνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βεπινοείτε
Ενεστώτας-Μετοχήεπινοώντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεπινόησαεπινοήσαμε
Βεπινόησεςεπινοήσατε
Γεπινόησεεπινόησαν & επινοήσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεπινοήσωεπινοήσουμε & επινοήσομε διαλ.
Βεπινοήσειςεπινοήσετε
Γεπινοήσειεπινοήσουν & επινοήσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βεπινόησεεπινοήσετε & επινοήστε
Αόριστος-Απαρέμφατοεπινοήσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεπινοούσαεπινοούσαμε
Βεπινοούσεςεπινοούσατε
Γεπινοούσεεπινοούσαν & επινοούσανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεπινοούμαιεπινοούμαστε
Βεπινοείσαιεπινοείστε
Γεπινοείταιεπινοούνται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βεπινοείστε
Ενεστώτας-Μετοχήεπινοούμενος
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεπινοήθηκαεπινοηθήκαμε
Βεπινοήθηκεςεπινοηθήκατε
Γεπινοήθηκεεπινοήθηκαν & επινοηθήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεπινοηθώεπινοηθούμε
Βεπινοηθείςεπινοηθείτε
Γεπινοηθείεπινοηθούν & επινοηθούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βεπινοήσουεπινοηθείτε
Αόριστος-Απαρέμφατοεπινοηθεί
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Α------
Β------
Γεπινοούνταν & επινοείτο λόγ. επινοούνταν & επινοούντο λόγ.
Παρακείμενος-Μετοχήεπινοημένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

επινοώ ρήμ.

  1. Σεφευρίσκω1 λόγ., ανακαλύπτω
  2. Σμηχανεύομαι, σκαρφίζομαι προφ., σοφίζομαι, σκαρώνω1 προφ.: Τι επινόησες πάλι για να με ξεγελάσεις;

1 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.