Λεξισκόπιο: ρυπαρός

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

ρυ-πα-ρός

Μορφολογία

ρυπαρός επίθ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήορυπαρόςοιρυπαροί
Γενικήτουρυπαρούτωνρυπαρών
Αιτιατικήτορυπαρότουςρυπαρούς
Κλητική ρυπαρέ ρυπαροί
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηρυπαρήοιρυπαρές
Γενικήτηςρυπαρήςτωνρυπαρών
Αιτιατικήτηρυπαρήτιςρυπαρές
Κλητική ρυπαρή ρυπαρές
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτορυπαρόταρυπαρά
Γενικήτουρυπαρούτωνρυπαρών
Αιτιατικήτορυπαρόταρυπαρά
Κλητική ρυπαρό ρυπαρά

ρυπαρότερος επίθ. συγκρ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήορυπαρότεροςοιρυπαρότεροι
Γενικήτουρυπαρότερουτωνρυπαρότερων
Αιτιατικήτορυπαρότεροτουςρυπαρότερους
Κλητική ρυπαρότερε ρυπαρότεροι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηρυπαρότερηοιρυπαρότερες
Γενικήτηςρυπαρότερηςτωνρυπαρότερων
Αιτιατικήτηρυπαρότερητιςρυπαρότερες
Κλητική ρυπαρότερη ρυπαρότερες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτορυπαρότεροταρυπαρότερα
Γενικήτουρυπαρότερουτωνρυπαρότερων
Αιτιατικήτορυπαρότεροταρυπαρότερα
Κλητική ρυπαρότερο ρυπαρότερα

ρυπαρότατος επίθ. υπερθ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήορυπαρότατοςοιρυπαρότατοι
Γενικήτουρυπαρότατουτωνρυπαρότατων
Αιτιατικήτορυπαρότατοτουςρυπαρότατους
Κλητική ρυπαρότατε ρυπαρότατοι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηρυπαρότατηοιρυπαρότατες
Γενικήτηςρυπαρότατηςτωνρυπαρότατων
Αιτιατικήτηρυπαρότατητιςρυπαρότατες
Κλητική ρυπαρότατη ρυπαρότατες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτορυπαρότατοταρυπαρότατα
Γενικήτουρυπαρότατουτωνρυπαρότατων
Αιτιατικήτορυπαρότατοταρυπαρότατα
Κλητική ρυπαρότατο ρυπαρότατα

Συνώνυμα - Αντίθετα

ρυπαρός επίθ. λόγ.

Σβρόμικος1 Ακαθαρός1


4 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.