Λεξισκόπιο: καθαρός

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

κα-θα-ρός

Μορφολογία

καθαρός επίθ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοκαθαρόςοικαθαροί
Γενικήτουκαθαρούτωνκαθαρών
Αιτιατικήτονκαθαρότουςκαθαρούς
Κλητική καθαρέ καθαροί
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηκαθαρήοικαθαρές
Γενικήτηςκαθαρήςτωνκαθαρών
Αιτιατικήτηνκαθαρήτιςκαθαρές
Κλητική καθαρή καθαρές
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοκαθαρότακαθαρά
Γενικήτουκαθαρούτωνκαθαρών
Αιτιατικήτοκαθαρότακαθαρά
Κλητική καθαρό καθαρά

καθαρούτσικος επίθ. υποκορ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοκαθαρούτσικοςοικαθαρούτσικοι
Γενικήτουκαθαρούτσικουτωνκαθαρούτσικων
Αιτιατικήτονκαθαρούτσικοτουςκαθαρούτσικους
Κλητική καθαρούτσικε καθαρούτσικοι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηκαθαρούτσικηοικαθαρούτσικες
Γενικήτηςκαθαρούτσικηςτωνκαθαρούτσικων
Αιτιατικήτηνκαθαρούτσικητιςκαθαρούτσικες
Κλητική καθαρούτσικη καθαρούτσικες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοκαθαρούτσικοτακαθαρούτσικα
Γενικήτουκαθαρούτσικουτωνκαθαρούτσικων
Αιτιατικήτοκαθαρούτσικοτακαθαρούτσικα
Κλητική καθαρούτσικο καθαρούτσικα

καθαρότερος επίθ. συγκρ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοκαθαρότεροςοικαθαρότεροι
Γενικήτουκαθαρότερουτωνκαθαρότερων
Αιτιατικήτονκαθαρότεροτουςκαθαρότερους
Κλητική καθαρότερε καθαρότεροι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηκαθαρότερηοικαθαρότερες
Γενικήτηςκαθαρότερηςτωνκαθαρότερων
Αιτιατικήτηνκαθαρότερητιςκαθαρότερες
Κλητική καθαρότερη καθαρότερες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοκαθαρότεροτακαθαρότερα
Γενικήτουκαθαρότερουτωνκαθαρότερων
Αιτιατικήτοκαθαρότεροτακαθαρότερα
Κλητική καθαρότερο καθαρότερα

καθαρότατος επίθ. υπερθ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοκαθαρότατοςοικαθαρότατοι
Γενικήτουκαθαρότατουτωνκαθαρότατων
Αιτιατικήτονκαθαρότατοτουςκαθαρότατους
Κλητική καθαρότατε καθαρότατοι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηκαθαρότατηοικαθαρότατες
Γενικήτηςκαθαρότατηςτωνκαθαρότατων
Αιτιατικήτηνκαθαρότατητιςκαθαρότατες
Κλητική καθαρότατη καθαρότατες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοκαθαρότατοτακαθαρότατα
Γενικήτουκαθαρότατουτωνκαθαρότατων
Αιτιατικήτοκαθαρότατοτακαθαρότατα
Κλητική καθαρότατο καθαρότατα

Συνώνυμα - Αντίθετα

καθαρός επίθ.

  1. Σπαστρικός λαϊκ., καθάριος1 λαϊκ.+λογοτ.: καθαρό σπίτι Αβρόμικος1, ακάθαρτος
  2. Σατόφιος2, γνήσιος, αμιγής: καθαρό χρυσάφι
  3. Σδιάφανος1, διαυγής1: καθαρά τζάμια Αθολός1, θαμπός1
  4. Σσαφής1, ξεκάθαρος1: καθαρές εξηγήσεις Αασαφής
  5. Σασυννέφιαστος, ανέφελος1, ξάστερος1: καθαρός ουρανός Ασυννεφιασμένος1, νεφελώδης1 λόγ.
  6. Σευδιάκριτος, ευκρινής1: καθαρές φωτογραφίες
  7. Σέντιμος, ηθικός1, αγνός1: καθαρός άνθρωπος
  8. Α: μεικτός, ακαθάριστος2: καθαρά κέρδη
  9. Σαδιαμφισβήτητος: καθαρό πέναλτι
  10. Σσκέτος1 προφ.: καθαρή τρέλα

1 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.