Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.
H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.
Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.
Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.
Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.
Συλλαβισμός
πλα-νιέ-μαι
Μορφολογία
πλανιέμαι ρήμ. μόνο παθητική
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | πλανιέμαι & πλανώμαι | πλανιόμαστε & πλανώμεθα λόγ. & πλανόμαστε προφ. |
Β | πλανάσαι & πλανιέσαι | πλανιέστε & πλανάσθε λόγ. & πλανάστε προφ. & πλανιόσαστε προφ. |
Γ | πλανάται & πλανιέται | πλανιούνται & πλανώνται & πλανιόνται προφ. |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
| Πληθυντικός |
Β | πλανιέστε & πλανάσθε λόγ. |
|
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | πλανήθηκα | πλανηθήκαμε |
Β | πλανήθηκες | πλανηθήκατε |
Γ | πλανήθηκε | πλανήθηκαν & πλανηθήκαν προφ. & πλανηθήκανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | πλανηθώ | πλανηθούμε |
Β | πλανηθείς | πλανηθείτε |
Γ | πλανηθεί | πλανηθούν & πλανηθούνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | πλανήσου | πλανηθείτε |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | πλανηθεί |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | πλανιόμουν & πλανιόμουνα προφ. | πλανιόμασταν & πλανιόμαστε |
Β | πλανιόσουν & πλανιόσουνα προφ. | πλανιόσασταν & πλανιόσαστε προφ. |
Γ | πλανιόταν & πλανάτο λόγ. & πλανιότανε προφ. | πλανιούνταν & πλανιόνταν & πλανώντο λόγ. & πλανιόντανε προφ. & πλανιόντουσαν προφ. |
|
Παρακείμενος-Μετοχή | πλανημένος |
πλανώ ρήμ.
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | πλανώ | πλανούμε & πλανάμε προφ. |
Β | πλανάς | πλανάτε |
Γ | πλανά | πλανούν & πλανάν προφ. & πλανάνε προφ. & πλανούνε προφ. |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | πλάνεψε προφ. | πλανάτε |
|
Ενεστώτας-Μετοχή | πλανώντας |
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | πλάνεψα προφ. | πλανέψαμε προφ. |
Β | πλάνεψες προφ. | πλανέψατε προφ. |
Γ | πλάνεψε προφ. | πλάνεψαν προφ. & πλανέψαν προφ. & πλανέψανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | πλανέψω | πλανέψουμε & πλανέψομε διαλ. |
Β | πλανέψεις | πλανέψετε |
Γ | πλανέψει | πλανέψουν & πλανέψουνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | πλάνεψε προφ. | πλανάστε |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | πλανέψει |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | πλανούσα & πλάνεψα προφ. | πλανούσαμε & πλανέψαμε προφ. |
Β | πλανούσες & πλάνεψες προφ. | πλανούσατε & πλανέψατε προφ. |
Γ | πλανούσε & πλάνεψε προφ. | πλανούσαν & πλάνεψαν προφ. & πλανέψαν προφ. & πλανέψανε προφ. & πλανούσανε προφ. |
|
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | πλανιέμαι & πλανώμαι | πλανιόμαστε & πλανώμεθα λόγ. & πλανόμαστε προφ. |
Β | πλανάσαι & πλανιέσαι | πλανιέστε & πλανάσθε λόγ. & πλανάστε προφ. & πλανιόσαστε προφ. |
Γ | πλανάται & πλανιέται | πλανιούνται & πλανώνται & πλανιόνται προφ. |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
| Πληθυντικός |
Β | πλανιέστε & πλανάσθε λόγ. |
|
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | πλανήθηκα | πλανηθήκαμε |
Β | πλανήθηκες | πλανηθήκατε |
Γ | πλανήθηκε | πλανήθηκαν & πλανηθήκαν προφ. & πλανηθήκανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | πλανηθώ | πλανηθούμε |
Β | πλανηθείς | πλανηθείτε |
Γ | πλανηθεί | πλανηθούν & πλανηθούνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | πλανηθεί |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | πλανιόμουν & πλανιόμουνα προφ. | πλανιόμασταν & πλανιόμαστε |
Β | πλανιόσουν & πλανιόσουνα προφ. | πλανιόσασταν & πλανιόσαστε προφ. |
Γ | πλανιόταν & πλανιότανε προφ. | πλανιούνταν & πλανιόνταν & πλανιόντανε προφ. & πλανιόντουσαν προφ. |
|
Παρακείμενος-Μετοχή | πεπλανημένος |
Συνώνυμα - Αντίθετα
πλανιέμαι & λόγ. πλανώμαι ρήμ.
- Σ: περιφέρομαι1, περιπλανιέμαι
- Σ: γελιέμαι, ξεγελιέμαι, απατώμαι
πλανιέται
Σ: διαδίδεται3, κυκλοφορεί2, εξαπλώνεται2: Πλανιέται η φήμη ότι θα γίνει πόλεμος.
2 Από 10
Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.
Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.