Λεξισκόπιο: κυκλοφορεί

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

κυ-κλο-φο-ρεί

Μορφολογία

κυκλοφορώ ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακυκλοφοράω προφ. & κυκλοφορώ προφ. κυκλοφοράμε προφ. & κυκλοφορούμε προφ.
Βκυκλοφορείς & κυκλοφοράς προφ. κυκλοφορείτε & κυκλοφοράτε προφ.
Γκυκλοφορεί & κυκλοφορά προφ. & κυκλοφοράει προφ. κυκλοφοράν προφ. & κυκλοφοράνε προφ. & κυκλοφορούν προφ. & κυκλοφορούνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βκυκλοφόραγε λόγ. & κυκλοφόρα προφ. κυκλοφορείτε & κυκλοφοράτε προφ.
Ενεστώτας-Μετοχήκυκλοφορώντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακυκλοφόρησακυκλοφορήσαμε
Βκυκλοφόρησεςκυκλοφορήσατε
Γκυκλοφόρησεκυκλοφόρησαν & κυκλοφορήσαν προφ. & κυκλοφορήσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακυκλοφορήσωκυκλοφορήσουμε & κυκλοφορήσομε διαλ.
Βκυκλοφορήσειςκυκλοφορήσετε
Γκυκλοφορήσεικυκλοφορήσουν & κυκλοφορήσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βκυκλοφόρησε & κυκλοφόρα προφ. κυκλοφορήσετε & κυκλοφορήστε
Αόριστος-Απαρέμφατοκυκλοφορήσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακυκλοφορούσα & κυκλοφόραγα λόγ. κυκλοφορούσαμε & κυκλοφοράγαμε λόγ.
Βκυκλοφορούσες & κυκλοφόραγες λόγ. κυκλοφορούσατε & κυκλοφοράγατε λόγ.
Γκυκλοφορούσε & κυκλοφόραγε λόγ. κυκλοφορούσαν & κυκλοφοράγαν λόγ. & κυκλοφοράγανε λόγ. & κυκλοφόραγαν λόγ. & κυκλοφορούσανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακυκλοφοριέμαι προφ. κυκλοφοριόμαστε προφ.
Βκυκλοφοριέσαι προφ. κυκλοφοριέστε προφ. & κυκλοφοριόσαστε προφ.
Γκυκλοφοριέται προφ. κυκλοφοριούνται προφ. & κυκλοφοριόνται προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βκυκλοφοριέστε προφ.
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακυκλοφοριόμουν προφ. & κυκλοφοριόμουνα προφ. κυκλοφοριόμασταν προφ. & κυκλοφοριόμαστε προφ.
Βκυκλοφοριόσουν προφ. & κυκλοφοριόσουνα προφ. κυκλοφοριόσασταν προφ. & κυκλοφοριόσαστε προφ.
Γκυκλοφοριόταν προφ. & κυκλοφοριότανε προφ. κυκλοφοριούνταν προφ. & κυκλοφοριόνταν προφ. & κυκλοφοριόντανε προφ. & κυκλοφοριόντουσαν προφ.

Συνώνυμα - Αντίθετα

κυκλοφορώ ρήμ.

  1. Σκινούμαι1, μετακινούμαι: Κυκλοφορεί με μηχανή.
  2. Σπεριφέρομαι1, τριγυρίζω1: Κυκλοφορούσε σαν κοινός αλήτης.
  3. Σθέτω σε κυκλοφορία: Πολυμελής σπείρα κυκλοφορούσε ψεύτικα χαρτονομίσματα.
  4. Σεκδίδω1: Ποιος εκδότης θα κυκλοφορήσει το λεξικό;
  5.  προφ. Σπερπατάω5 προφ., σεργιανίζω2 προφ.: Θα σε κυκλοφορήσω στα καλύτερα μαγαζιά!

κυκλοφορεί

  1. Σρέει, τρέχει1: Ένιωθε το αίμα του να κυκλοφορεί πιο γρήγορα μέσα στις φλέβες.
  2. Σδιαδίδεται3: Τα νέα κυκλοφορούν γρήγορα στην επαρχία.
  3. Στίθεται σε κυκλοφορία: Κυκλοφόρησε το νέο σιντί του Νταλάρα.
  4. Σεκδίδεται: Κυκλοφόρησε το βιβλίο.

Προθήματα - Επιθήματα

-φορ-

Οι λέξεις που περιέχουν το συστατικό -φορ- αναφέρονται σε κάποιον που φέρνει ή κουβαλάει κάτι.Το συστατικό -φορ- προέρχεται από το ρήμα φέρω. Το συστατικό αυτό εμφανίζεται σε:

Ρήματα

-φορώ [foró]

Για παράδειγμα, όταν δίνουμε τίτλο σε ένα βιβλίο ή ένα έργο, το τιτλοφορούμε.

ανθοφορώ, δυσφορώ, καρποφορώ, κυκλοφορώ, κυοφορώ, οπλοφορώ, παρασημοφορώ, πληροφορώ, τελεσφορώ, τιτλοφορώ

Ουσιαστικά

-φορέας [foréas]

Για παράδειγμα, ο τραυματιοφορέας μεταφέρει με φορείο τραυματίες ή ασθενείς.

αερομεταφορέας, επαναφορέας (για σκύλο), μεταφορέας, τραυματιοφορέας, υδροφορέας (γεωλ.)

-φόρηση [fórisi]

Για παράδειγμα, η παρασημοφόρηση είναι η ενέργεια και το αποτέλεσμα του παρασημοφορώ.

αποσυμφόρηση, ηλεκτροφόρηση (φυσ.), ιοντοφόρηση (ιατρ.), παρασημοφόρηση, πληροφόρηση, συμφόρηση, τελεσφόρηση, τιτλοφόρηση

-φορία [foría]

Για παράδειγμα, η κερδοφορία μιας επιχείρησης είναι να αποδίδει κέρδος, ενώ η εποχή της ανθοφορίας ενός φυτού είναι η εποχή που ανθίζει.

αειφορία, ανθοφορία, δυσφορία, ευφορία, καρποφορία, κερδοφορία, κυκλοφορία, κυοφορία, λαμπαδηφορία, οπλοφορία, παρασημοφορία, πικετοφορία, πληροφορία, σταυροφορία, ψηφοφορία

-φορος [foros]

Για παράδειγμα, ανήφορος είναι ο δρόμος που έχει κλίση προς τα πάνω.

ανήφορος, κατήφορος, φώσφορος (χημ.)

-φόρος [fóros]

Για παράδειγμα, ο σημαιοφόρος κρατάει τη σημαία στην παρέλαση, ενώ ο μασκοφόρος φοράει μάσκα στο πρόσωπό του.

αγγελιοφόρος, αχθοφόρος, βαθμοφόρος, γενειοφόρος, διοπτροφόρος, δορυφόρος, Εωσφόρος, κονδυλοφόρος, κουκουλοφόρος, μασκοφόρος, μισθοφόρος, οπλοφόρος, ρασοφόρος, ροπαλοφόρος, σημαιοφόρος, σταυροφόρος, τυφεκιοφόρος, ψηφοφόρος

✔ Λιγότερα είναι τα θηλυκά ουσιαστικά σε -φόρος.

ζωοφόρος / ζωφόρος (αρχιτ.), λεωφόρος, λουτροφόρος (αρχαιολ.), σκευοφόρος, χοηφόρος

Επίθετα

-φορικός [forikós], -φορική, -φορικό

Για παράδειγμα, η δορυφορική τηλεόραση εκπέμπει σήμα μέσω δορυφόρου.

αναφορικός, ανηφορικός, δορυφορικός, κατηφορικός, κυκλοφορικός, μεταφορικός, πληροφορικός, προφορικός

-φορος [foros], -φορη, -φορο

Για παράδειγμα, κάτι είναι ανυπόφορο όταν δεν υποφέρεται, ενώ η γη είναι εύφορη όταν δίνει, παράγει πολλούς καρπούς.

αδιάφορος, ανυπόφορος, ασύμφορος, ατελέσφορος, δίφορος, εύφορος, παράφορος, πρόσφορος

Λέξεις με άλλες σημασίες

Δεν πρέπει να γίνεται σύγχυση με το συστατικό -φωρ- που εμφανίζεται στις λέξεις αυτόφωρο και κατάφωρος, το οποίο ανάγεται στην αρχαιοελληνική λέξη φωρ (= κλέφτης).

-φόρος [fóros], -φόρα, -φόρο

Για παράδειγμα, ένα θανατηφόρο τραύμα επιφέρει θάνατο, ενώ τα ηλεκτροφόρα καλώδια μεταφέρουν ηλεκτρικό ρεύμα.

ανθοφόρος, απορριμματοφόρος, ελικοφόρος, ελπιδοφόρος, ηλεκτροφόρος, θανατηφόρος, ιστιοφόρος, καρποφόρος, κερδοφόρος, κωνοφόρος, λαχειοφόρος, μυροφόρος, νικηφόρος, οπωροφόρος, προσοδοφόρος, τροπαιοφόρος, υδροφόρος

✔ Πολλά από αυτά τα επίθετα χρησιμοποιούνται ως ουσιαστικά (π.χ. ιστιοφόρο, λαχειοφόρος).

✔ Η λέξη ασθενοφόρο είναι ουσιαστικό.


2 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.