Λεξισκόπιο: παίζω

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

παί-ζω

Μορφολογία

παίζω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απαίζωπαίζουμε & παίζομε διαλ.
Βπαίζειςπαίζετε
Γπαίζειπαίζουν & παίζουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βπαίζεπαίζετε
Ενεστώτας-Μετοχήπαίζοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αέπαιξαπαίξαμε
Βέπαιξεςπαίξατε
Γέπαιξεέπαιξαν & παίξαν προφ. & παίξανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απαίξωπαίξουμε & παίξομε διαλ.
Βπαίξειςπαίξετε
Γπαίξειπαίξουν & παίξουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βπαίξεπαίξτε
Αόριστος-Απαρέμφατοπαίξει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αέπαιζαπαίζαμε
Βέπαιζεςπαίζατε
Γέπαιζεέπαιζαν & παίζαν προφ. & παίζανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απαίζομαιπαιζόμαστε
Βπαίζεσαιπαίζεστε & παιζόσαστε προφ.
Γπαίζεταιπαίζονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βπαίζεστε
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απαίχτηκα & παίχθηκα λόγ. παιχτήκαμε & παιχθήκαμε λόγ.
Βπαίχτηκες & παίχθηκες λόγ. παιχτήκατε & παιχθήκατε λόγ.
Γπαίχτηκε & παίχθηκε λόγ. παίχτηκαν & παίχθηκαν λόγ. & παιχτήκαν προφ. & παιχτήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απαιχτώ & παιχθώ λόγ. παιχτούμε & παιχθούμε λόγ.
Βπαιχτείς & παιχθείς λόγ. παιχτείτε & παιχθείτε λόγ.
Γπαιχτεί & παιχθεί λόγ. παιχτούν & παιχθούν λόγ. & παιχθούνε λόγ. & παιχτούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βπαίξουπαιχτείτε & παιχθείτε λόγ.
Αόριστος-Απαρέμφατοπαιχτεί & παιχθεί λόγ.
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απαιζόμουν & παιζόμουνα προφ. παιζόμασταν & παιζόμαστε
Βπαιζόσουν & παιζόσουνα προφ. παιζόσασταν & παιζόσαστε προφ.
Γπαιζόταν & παιζότανε προφ. παίζονταν & παιζόντανε προφ. & παιζόντουσαν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήπαιγμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

παίζω ρήμ.

  1. Σδίνω αγώνα: Η ΑΕΚ παίζει με τον Ολυμπιακό.
  2. Σποντάρω1, τζογάρω2 προφ.: Παίζει εκατομμύρια στο ΠΡΟ-ΠΟ.
  3. Σδιακινδυνεύω, ρισκάρω1: Με την επιχείρηση αυτή παίζω όλη μου την περιουσία.
  4. Σαστειεύομαι, κάνω πλάκα1: Εγώ μιλάω σοβαρά κι εσύ παίζεις.
  5. Σκουνάω, κινώ δεξιά αριστερά: Ο σκύλος παίζει την ουρά του.
  6. Σεκτελώ6: Θα παίξει Μότσαρτ.
  7. Σπαρουσιάζω4, ανεβάζω7: Το Εθνικό θα παίξει τον Άμλετ.
  8. Συποδύομαι, ερμηνεύω3: Παίζει στο Εθνικό Θέατρο.
  9. Σδιαδραματίζω: Παίζει σημαντικό ρόλο στις εξελίξεις.

παίζει

  1. Στρεμοπαίζει, τρεμουλιάζει: Το φως παίζει.
  2. Σπροβάλλει: Τι παίζουν οι κινηματογράφοι;
  3. Σμεταδίδει: Το ραδιόφωνο παίζει κλασική μουσική.
  4. Σηχεί2, ακούγεται2: Η μουσική έπαιζε δυνατά.
  5. Σείναι ανοιχτό, λειτουργεί1: Η τηλεόραση σταμάτησε να παίζει.

παίζεται

Σκρίνεται, διακυβεύεται λόγ.: Η συμμετοχή στο Μουντιάλ παίζεται την Κυριακή.

ΕΚΦ: παίζω θέατρο, παίζω κορόνα γράμματα, παίζω με τη φωτιά, παίζω στα ζάρια, τα παίζω, το παίζω


1 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.