Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.
H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.
Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.
Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.
Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.
Συλλαβισμός
κρί-νε-ται
Μορφολογία
κρίνω ρήμ.
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | κρίνω | κρίνουμε & κρίνομε διαλ. |
Β | κρίνεις | κρίνετε |
Γ | κρίνει | κρίνουν & κρίνουνε προφ. |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | κρίνε | κρίνετε |
|
Ενεστώτας-Μετοχή | κρίνοντας |
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | έκρινα | κρίναμε |
Β | έκρινες | κρίνατε |
Γ | έκρινε | έκριναν & κρίναν προφ. & κρίνανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | κρίνω | κρίνουμε & κρίνομε διαλ. |
Β | κρίνεις | κρίνετε |
Γ | κρίνει | κρίνουν & κρίνουνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | κρίνε | κρίνετε |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | κρίνει |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | έκρινα | κρίναμε |
Β | έκρινες | κρίνατε |
Γ | έκρινε | έκριναν & κρίναν προφ. & κρίνανε προφ. |
|
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | κρίνομαι | κρινόμαστε |
Β | κρίνεσαι | κρίνεστε & κρινόσαστε προφ. |
Γ | κρίνεται | κρίνονται |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
|
Ενεστώτας-Μετοχή | κρινόμενος |
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | κρίθηκα | κριθήκαμε |
Β | κρίθηκες | κριθήκατε |
Γ | κρίθηκε | κρίθηκαν & κριθήκαν προφ. & κριθήκανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | κριθώ | κριθούμε |
Β | κριθείς | κριθείτε |
Γ | κριθεί | κριθούν & κριθούνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | κρίσου | κριθείτε |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | κριθεί |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | κρινόμουν & κρινόμουνα προφ. | κρινόμασταν & κρινόμαστε |
Β | κρινόσουν & κρινόσουνα προφ. | κρινόσασταν & κρινόσαστε προφ. |
Γ | κρινόταν & κρινότανε προφ. | κρίνονταν & κρινόντανε προφ. & κρινόντουσαν προφ. |
|
Παρακείμενος-Μετοχή | κριμένος |
Συνώνυμα - Αντίθετα
κρίνω ρήμ.
- Σ: αξιολογώ, ζυγίζω4
- Σ: θεωρώ2: Δεν το κρίνω λογικό.
- Σ: καθορίζω3, διαμορφώνω4: Η κατάθεση του θα κρίνει την έκβαση της δίκης.
1 Από 10
Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.
Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.