Λεξισκόπιο: μαλακώνω

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

μα-λα-κώ-νω

Μορφολογία

μαλακώνω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αμαλακώνωμαλακώνουμε & μαλακώνομε διαλ.
Βμαλακώνειςμαλακώνετε
Γμαλακώνειμαλακώνουν & μαλακώνουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βμαλάκωνεμαλακώνετε
Ενεστώτας-Μετοχήμαλακώνοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αμαλάκωσαμαλακώσαμε
Βμαλάκωσεςμαλακώσατε
Γμαλάκωσεμαλάκωσαν & μαλακώσαν προφ. & μαλακώσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αμαλακώσωμαλακώσουμε & μαλακώσομε διαλ.
Βμαλακώσειςμαλακώσετε
Γμαλακώσειμαλακώσουν & μαλακώσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βμαλάκωσεμαλακώστε
Αόριστος-Απαρέμφατομαλακώσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αμαλάκωναμαλακώναμε
Βμαλάκωνεςμαλακώνατε
Γμαλάκωνεμαλάκωναν & μαλακώναν προφ. & μαλακώνανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Παρακείμενος-Μετοχήμαλακωμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

μαλακώνω ρήμ.

  1. Ασκληραίνω: Πλάθετε το υλικό για να το μαλακώσετε.
  2. Σαπαλαίνω, καταπραΰνω, ανακουφίζω1: Έκανε γιατροσόφια για να του μαλακώσει τον πόνο.
  3. Σηρεμώ1, κατευνάζω, ημερώνω3, γαληνεύω2: Με τα καλοπιάσματα κατάφερε να τη μαλακώσει.
  4. Σκαλοσυνεύω, γλυκαίνω1: Έχει γίνει αγνώριστος· μαλάκωσε με τα χρόνια.

μαλακώνει

Σκαταπραΰνεται, κατασιγάζει λόγ.: Τότε μαλάκωνε η θλίψη στην καρδιά του.


8 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.