Λεξισκόπιο: ημερώνω

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

η-με-ρώ-νω

Μορφολογία

ημερώνω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αημερώνωημερώνουμε & ημερώνομε διαλ.
Βημερώνειςημερώνετε
Γημερώνειημερώνουν & ημερώνουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βημέρωνεημερώνετε
Ενεστώτας-Μετοχήημερώνοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αημέρωσαημερώσαμε
Βημέρωσεςημερώσατε
Γημέρωσεημέρωσαν & ημερώσαν προφ. & ημερώσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αημερώσωημερώσουμε & ημερώσομε διαλ.
Βημερώσειςημερώσετε
Γημερώσειημερώσουν & ημερώσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βημέρωσεημερώστε
Αόριστος-Απαρέμφατοημερώσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αημέρωναημερώναμε
Βημέρωνεςημερώνατε
Γημέρωνεημέρωναν & ημερώναν προφ. & ημερώνανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αημερώνομαιημερωνόμαστε
Βημερώνεσαιημερώνεστε & ημερωνόσαστε προφ.
Γημερώνεταιημερώνονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βημερώνεστε
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αημερώθηκαημερωθήκαμε
Βημερώθηκεςημερωθήκατε
Γημερώθηκεημερώθηκαν & ημερωθήκαν προφ. & ημερωθήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αημερωθώημερωθούμε
Βημερωθείςημερωθείτε
Γημερωθείημερωθούν & ημερωθούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βημερώσουημερωθείτε
Αόριστος-Απαρέμφατοημερωθεί
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αημερωνόμουν & ημερωνόμουνα προφ. ημερωνόμασταν & ημερωνόμαστε
Βημερωνόσουν & ημερωνόσουνα προφ. ημερωνόσασταν & ημερωνόσαστε προφ.
Γημερωνόταν & ημερωνότανε προφ. ημερώνονταν & ημερωνόντανε προφ. & ημερωνόντουσαν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήημερωμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

ημερώνω ρήμ.

  1. Σεξημερώνω1, ημερεύω1, τιθασεύω1, δαμάζω1
  2. Σεκπολιτίζω, εξευγενίζω
  3. Σμαλακώνω3, γλυκαίνω1

ημερώνει

Σεξημερώνεται


2 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.