Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.
H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.
Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.
Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.
Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.
Συλλαβισμός
λο-γι-κεύ-ο-μαι
Μορφολογία
λογικεύω ρήμ.
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | λογικεύω | λογικεύουμε & λογικεύομε διαλ. |
Β | λογικεύεις | λογικεύετε |
Γ | λογικεύει | λογικεύουν & λογικεύουνε προφ. |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | λογίκευε | λογικεύετε |
|
Ενεστώτας-Μετοχή | λογικεύοντας |
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | λογίκεψα & λογίκευσα λόγ. | λογικέψαμε & λογικεύσαμε λόγ. |
Β | λογίκεψες & λογίκευσες λόγ. | λογικέψατε & λογικεύσατε λόγ. & λογικεύτε προφ. |
Γ | λογίκεψε & λογίκευσε λόγ. | λογίκεψαν & λογίκευσαν λόγ. & λογικεύσανε λόγ. & λογικέψαν προφ. & λογικέψανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | λογικέψω & λογικεύσω λόγ. | λογικέψουμε & λογικεύσομε λόγ. & λογικεύσουμε λόγ. & λογικέψομε διαλ. |
Β | λογικέψεις & λογικεύσεις λόγ. | λογικέψετε & λογικεύσετε λόγ. |
Γ | λογικέψει & λογικεύσει λόγ. | λογικέψουν & λογικεύσουν λόγ. & λογικεύσουνε λόγ. & λογικέψουνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | λογίκεψε & λογίκευσε λόγ. | λογικέψτε & λογικεύσετε λόγ. & λογικεύστε λόγ. |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | λογικέψει & λογικεύσει λόγ. |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | λογίκευα | λογικεύαμε |
Β | λογίκευες | λογικεύατε |
Γ | λογίκευε | λογίκευαν & λογικεύαν προφ. & λογικεύανε προφ. |
|
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | λογικεύομαι | λογικευόμαστε |
Β | λογικεύεσαι | λογικεύεστε & λογικεύεσθε λόγ. & λογικευόσαστε προφ. |
Γ | λογικεύεται | λογικεύονται |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
| Πληθυντικός |
Β | λογικεύεστε & λογικεύεσθε λόγ. |
|
Ενεστώτας-Μετοχή | λογικευόμενος |
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | λογικεύτηκα & λογικεύθηκα λόγ. | λογικευτήκαμε & λογικευθήκαμε λόγ. |
Β | λογικεύτηκες & λογικεύθηκες λόγ. | λογικευτήκατε & λογικευθήκατε λόγ. |
Γ | λογικεύτηκε & λογικεύθηκε λόγ. | λογικεύτηκαν & λογικευθήκανε λόγ. & λογικεύθηκαν λόγ. & λογικευτήκαν προφ. & λογικευτήκανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | λογικευτώ & λογικευθώ λόγ. | λογικευτούμε & λογικευθούμε λόγ. |
Β | λογικευτείς & λογικευθείς λόγ. | λογικευτείτε & λογικευθείτε λόγ. |
Γ | λογικευτεί & λογικευθεί λόγ. | λογικευτούν & λογικευθούν λόγ. & λογικευθούνε λόγ. & λογικευτούνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | λογικέψου & λογικεύσου λόγ. | λογικευτείτε & λογικευθείτε λόγ. |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | λογικευτεί & λογικευθεί λόγ. |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | λογικευόμουν & λογικευόμουνα προφ. | λογικευόμασταν & λογικευόμαστε |
Β | λογικευόσουν & λογικευόσουνα προφ. | λογικευόσασταν & λογικευόσαστε προφ. |
Γ | λογικευόταν & λογικευότανε προφ. | λογικεύονταν & λογικευόντανε προφ. & λογικευόντουσαν προφ. |
|
Παρακείμενος-Μετοχή | λογικευμένος |
Συνώνυμα - Αντίθετα
λογικεύω ρήμ.
Σ: συνετίζω1, σωφρονίζω
λογικεύομαι
Σ: βάζω μυαλό, συμμορφώνομαι, στρώνω6
6 Από 10
Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.
Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.