Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.
H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.
Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.
Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.
Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.
Συλλαβισμός
σω-φρο-νί-ζω
Μορφολογία
σωφρονίζω ρήμ.
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | σωφρονίζω | σωφρονίζουμε & σωφρονίζομε διαλ. |
Β | σωφρονίζεις | σωφρονίζετε |
Γ | σωφρονίζει | σωφρονίζουν & σωφρονίζουνε προφ. |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | σωφρόνιζε | σωφρονίζετε |
|
Ενεστώτας-Μετοχή | σωφρονίζοντας |
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | σωφρόνισα | σωφρονίσαμε |
Β | σωφρόνισες | σωφρονίσατε |
Γ | σωφρόνισε | σωφρόνισαν & σωφρονίσαν προφ. & σωφρονίσανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | σωφρονίσω | σωφρονίσουμε & σωφρονίσομε διαλ. |
Β | σωφρονίσεις | σωφρονίσετε |
Γ | σωφρονίσει | σωφρονίσουν & σωφρονίσουνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | σωφρόνισε | σωφρονίστε |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | σωφρονίσει |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | σωφρόνιζα | σωφρονίζαμε |
Β | σωφρόνιζες | σωφρονίζατε |
Γ | σωφρόνιζε | σωφρόνιζαν & σωφρονίζαν προφ. & σωφρονίζανε προφ. |
|
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | σωφρονίζομαι | σωφρονιζόμαστε |
Β | σωφρονίζεσαι | σωφρονίζεστε & σωφρονιζόσαστε προφ. |
Γ | σωφρονίζεται | σωφρονίζονται |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
| Πληθυντικός |
Β | σωφρονίζεστε |
|
Ενεστώτας-Μετοχή | σωφρονιζόμενος |
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | σωφρονίστηκα & σωφρονίσθηκα λόγ. | σωφρονιστήκαμε & σωφρονισθήκαμε λόγ. |
Β | σωφρονίστηκες & σωφρονίσθηκες λόγ. | σωφρονιστήκατε & σωφρονισθήκατε λόγ. |
Γ | σωφρονίστηκε & σωφρονίσθηκε λόγ. | σωφρονίστηκαν & σωφρονίσθηκαν λόγ. & σωφρονιστήκαν προφ. & σωφρονιστήκανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | σωφρονιστώ & σωφρονισθώ λόγ. | σωφρονιστούμε & σωφρονισθούμε λόγ. |
Β | σωφρονιστείς & σωφρονισθείς λόγ. | σωφρονιστείτε & σωφρονισθείτε λόγ. |
Γ | σωφρονιστεί & σωφρονισθεί λόγ. | σωφρονιστούν & σωφρονισθούν λόγ. & σωφρονισθούνε λόγ. & σωφρονιστούνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | σωφρονίσου | σωφρονιστείτε & σωφρονισθείτε λόγ. |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | σωφρονιστεί & σωφρονισθεί λόγ. |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | σωφρονιζόμουν & σωφρονιζόμουνα προφ. | σωφρονιζόμασταν & σωφρονιζόμαστε |
Β | σωφρονιζόσουν & σωφρονιζόσουνα προφ. | σωφρονιζόσασταν & σωφρονιζόσαστε προφ. |
Γ | σωφρονιζόταν & σωφρονιζότανε προφ. | σωφρονίζονταν & σωφρονιζόντανε προφ. & σωφρονιζόντουσαν προφ. |
|
Παρακείμενος-Μετοχή | σωφρονισμένος |
Συνώνυμα - Αντίθετα
σωφρονίζω ρήμ.
Σ: συνετίζω1, συμμορφώνω2
1 Από 10
Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.
Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.