Λεξισκόπιο: κύριος

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

κύ-ρι-ος

Μορφολογία

κύριος επίθ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοκύριοςοικύριοι
Γενικήτουκύριου & κυρίου λόγ. τωνκύριων & κυρίων λόγ.
Αιτιατικήτονκύριοτουςκύριους & κυρίους λόγ.
Κλητική κύριε κύριοι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηκύρια & κυρία λόγ. οικύριες
Γενικήτηςκύριας & κυρίας λόγ. τωνκύριων & κυρίων λόγ.
Αιτιατικήτηνκύρια & κυρία λόγ. τιςκύριες
Κλητική κύρια & κυρία λόγ.  κύριες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοκύριοτακύρια
Γενικήτουκύριου & κυρίου λόγ. τωνκύριων & κυρίων λόγ.
Αιτιατικήτοκύριοτακύρια
Κλητική κύριο κύρια

κυριότερος επίθ. συγκρ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοκυριότεροςοικυριότεροι
Γενικήτουκυριότερου & κυριοτέρου λόγ. τωνκυριότερων & κυριοτέρων λόγ.
Αιτιατικήτονκυριότεροτουςκυριότερους & κυριοτέρους λόγ.
Κλητική κυριότερε κυριότεροι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηκυριότερη & κυριοτέρα λόγ. οικυριότερες
Γενικήτηςκυριότερης & κυριοτέρας λόγ. τωνκυριότερων & κυριοτέρων λόγ.
Αιτιατικήτηνκυριότερη & κυριοτέρα λόγ. τιςκυριότερες
Κλητική κυριότερη & κυριοτέρα λόγ.  κυριότερες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοκυριότεροτακυριότερα
Γενικήτουκυριότερου & κυριοτέρου λόγ. τωνκυριότερων & κυριοτέρων λόγ.
Αιτιατικήτοκυριότεροτακυριότερα
Κλητική κυριότερο κυριότερα

κυριότατος επίθ. υπερθ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοκυριότατοςοικυριότατοι
Γενικήτουκυριότατουτωνκυριότατων
Αιτιατικήτονκυριότατοτουςκυριότατους
Κλητική κυριότατε κυριότατοι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηκυριότατηοικυριότατες
Γενικήτηςκυριότατηςτωνκυριότατων
Αιτιατικήτηνκυριότατητιςκυριότατες
Κλητική κυριότατη κυριότατες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοκυριότατοτακυριότατα
Γενικήτουκυριότατουτωνκυριότατων
Αιτιατικήτοκυριότατοτακυριότατα
Κλητική κυριότατο κυριότατα

κυριούλης ουσ. αρσ.

ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοκυριούλης & κύριοςοικυριούληδες & κύριοι
Γενικήτουκυριούλη & κύριου & κυρίου λόγ. τωνκυριούληδων & κύριων & κυρίων λόγ.
Αιτιατικήτονκυριούλη & κύριοτουςκυριούληδες & κύριους & κυρίους λόγ.
Κλητική κυριούλη & κύριε κυριούληδες & κύριοι

Συνώνυμα - Αντίθετα

κύριος ουσ.

  1. Σεξουσιαστής: Είμαι κύριος του εαυτού μου.
  2. Σιδιοκτήτης, κάτοχος1: κύριος μεγάλης περιουσίας
  3. Στζέντλεμαν: Είναι ένας πραγματικός κύριος.

ΕΚΦ: αποδημώ εις Κύριον


κύριος επίθ.

Σπρωτεύων, βασικός2, κεντρικός2: κύριο καθήκον / κύρια είσοδος Αδευτερεύων, βοηθητικός2


4 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.