Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.
H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.
Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.
Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.
Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.
Συλλαβισμός
βο-η-θη-τι-κός
Μορφολογία
βοηθητικός επίθ.
Αρσενικό |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Ονομαστική | ο | βοηθητικός | οι | βοηθητικοί |
Γενική | του | βοηθητικού | των | βοηθητικών |
Αιτιατική | το | βοηθητικό | τους | βοηθητικούς |
Κλητική | | βοηθητικέ | | βοηθητικοί |
|
Θηλυκό |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Ονομαστική | η | βοηθητική | οι | βοηθητικές |
Γενική | της | βοηθητικής | των | βοηθητικών |
Αιτιατική | τη | βοηθητική | τις | βοηθητικές |
Κλητική | | βοηθητική | | βοηθητικές |
|
Ουδέτερο |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Ονομαστική | το | βοηθητικό | τα | βοηθητικά |
Γενική | του | βοηθητικού | των | βοηθητικών |
Αιτιατική | το | βοηθητικό | τα | βοηθητικά |
Κλητική | | βοηθητικό | | βοηθητικά |
|
βοηθητικότερος επίθ. συγκρ.
Αρσενικό |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Ονομαστική | ο | βοηθητικότερος | οι | βοηθητικότεροι |
Γενική | του | βοηθητικότερου | των | βοηθητικότερων |
Αιτιατική | το | βοηθητικότερο | τους | βοηθητικότερους |
Κλητική | | βοηθητικότερε | | βοηθητικότεροι |
|
Θηλυκό |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Ονομαστική | η | βοηθητικότερη | οι | βοηθητικότερες |
Γενική | της | βοηθητικότερης | των | βοηθητικότερων |
Αιτιατική | τη | βοηθητικότερη | τις | βοηθητικότερες |
Κλητική | | βοηθητικότερη | | βοηθητικότερες |
|
Ουδέτερο |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Ονομαστική | το | βοηθητικότερο | τα | βοηθητικότερα |
Γενική | του | βοηθητικότερου | των | βοηθητικότερων |
Αιτιατική | το | βοηθητικότερο | τα | βοηθητικότερα |
Κλητική | | βοηθητικότερο | | βοηθητικότερα |
|
βοηθητικότατος επίθ. υπερθ.
Αρσενικό |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Ονομαστική | ο | βοηθητικότατος | οι | βοηθητικότατοι |
Γενική | του | βοηθητικότατου | των | βοηθητικότατων |
Αιτιατική | το | βοηθητικότατο | τους | βοηθητικότατους |
Κλητική | | βοηθητικότατε | | βοηθητικότατοι |
|
Θηλυκό |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Ονομαστική | η | βοηθητικότατη | οι | βοηθητικότατες |
Γενική | της | βοηθητικότατης | των | βοηθητικότατων |
Αιτιατική | τη | βοηθητικότατη | τις | βοηθητικότατες |
Κλητική | | βοηθητικότατη | | βοηθητικότατες |
|
Ουδέτερο |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Ονομαστική | το | βοηθητικότατο | τα | βοηθητικότατα |
Γενική | του | βοηθητικότατου | των | βοηθητικότατων |
Αιτιατική | το | βοηθητικότατο | τα | βοηθητικότατα |
Κλητική | | βοηθητικότατο | | βοηθητικότατα |
|
βοηθητικός ουσ. αρσ.
| Ενικός | Πληθυντικός |
Ονομαστική | ο | βοηθητικός | οι | βοηθητικοί |
Γενική | του | βοηθητικού | των | βοηθητικών |
Αιτιατική | το | βοηθητικό | τους | βοηθητικούς |
Κλητική | | βοηθητικέ | | βοηθητικοί |
|
Συνώνυμα - Αντίθετα
βοηθητικός επίθ.
- Σ: επικουρικός λόγ., ενισχυτικός, υποβοηθητικός: βοηθητικές πληροφορίες
- Σ: συμπληρωματικός: βοηθητικές ρόδες ποδηλάτου Α: κύριος, βασικός2
3 Από 10
Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.
Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.