Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.
H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.
Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.
Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.
Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.
Συλλαβισμός
κα-τα-πο-λε-μά-ω
Μορφολογία
καταπολεμάω ρήμ.
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | καταπολεμώ & καταπολεμάω προφ. | καταπολεμάμε & καταπολεμούμε |
Β | καταπολεμάς & καταπολεμείς | καταπολεμάτε & καταπολεμείτε |
Γ | καταπολεμά & καταπολεμεί & καταπολεμάει προφ. | καταπολεμούν & καταπολεμάν προφ. & καταπολεμάνε προφ. & καταπολεμούνε προφ. |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | καταπολέμα & καταπολέμαγε προφ. | καταπολεμάτε & καταπολεμείτε |
|
Ενεστώτας-Μετοχή | καταπολεμώντας |
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | καταπολέμησα | καταπολεμήσαμε |
Β | καταπολέμησες | καταπολεμήσατε |
Γ | καταπολέμησε | καταπολέμησαν & καταπολεμήσαν προφ. & καταπολεμήσανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | καταπολεμήσω | καταπολεμήσουμε & καταπολεμήσομε διαλ. |
Β | καταπολεμήσεις | καταπολεμήσετε |
Γ | καταπολεμήσει | καταπολεμήσουν & καταπολεμήσουνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | καταπολέμησε | καταπολεμήσετε & καταπολεμήστε |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | καταπολεμήσει |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | καταπολεμούσα & καταπολέμαγα προφ. | καταπολεμούσαμε & καταπολεμάγαμε προφ. |
Β | καταπολεμούσες & καταπολέμαγες προφ. | καταπολεμούσατε & καταπολεμάγατε προφ. |
Γ | καταπολεμούσε & καταπολέμαγε προφ. | καταπολεμούσαν & καταπολέμαγαν προφ. & καταπολεμάγαν προφ. & καταπολεμάγανε προφ. & καταπολεμούσανε προφ. |
|
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | καταπολεμιέμαι & καταπολεμούμαι & καταπολεμώμαι | καταπολεμιόμαστε & καταπολεμώμεθα λόγ. & καταπολεμούμαστε προφ. & καταπολεμόμαστε προφ. |
Β | καταπολεμάσαι & καταπολεμείσαι & καταπολεμιέσαι | καταπολεμείστε & καταπολεμιέστε & καταπολεμάσθε λόγ. & καταπολεμάστε προφ. & καταπολεμιόσαστε προφ. |
Γ | καταπολεμάται & καταπολεμείται & καταπολεμιέται | καταπολεμιούνται & καταπολεμούνται & καταπολεμώνται & καταπολεμιόνται προφ. |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
| Πληθυντικός |
Β | καταπολεμείστε & καταπολεμιέστε & καταπολεμάσθε λόγ. |
|
Ενεστώτας-Μετοχή | καταπολεμούμενος |
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | καταπολεμήθηκα | καταπολεμηθήκαμε |
Β | καταπολεμήθηκες | καταπολεμηθήκατε |
Γ | καταπολεμήθηκε | καταπολεμήθηκαν & καταπολεμηθήκανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | καταπολεμηθώ | καταπολεμηθούμε |
Β | καταπολεμηθείς | καταπολεμηθείτε |
Γ | καταπολεμηθεί | καταπολεμηθούν & καταπολεμηθούνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | καταπολεμήσου | καταπολεμηθείτε |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | καταπολεμηθεί |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | καταπολεμιόμουν & καταπολεμιόμουνα προφ. & καταπολεμούμουν προφ. | καταπολεμιόμασταν & καταπολεμιόμαστε & καταπολεμούμασταν προφ. & καταπολεμούμαστε προφ. |
Β | καταπολεμιόσουν & καταπολεμιόσουνα προφ. | καταπολεμιόσασταν & καταπολεμιόσαστε προφ. |
Γ | καταπολεμιόταν & καταπολεμάτο λόγ. & καταπολεμείτο λόγ. & καταπολεμιότανε προφ. & καταπολεμούνταν προφ. | καταπολεμιούνταν & καταπολεμιόνταν & καταπολεμούντο λόγ. & καταπολεμώντο λόγ. & καταπολεμιόντανε προφ. & καταπολεμιόντουσαν προφ. & καταπολεμούνταν προφ. |
|
Παρακείμενος-Μετοχή | καταπολεμημένος |
Συνώνυμα - Αντίθετα
καταπολεμάω ρήμ.
Σ: εξαλείφω, εξαφανίζω2, πατάσσω2 λόγ.: Η αντιβίωση καταπολέμησε το μικρόβιο.
1 Από 10
Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.
Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.