Λεξισκόπιο: καπηλεύομαι

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

κα-πη-λεύ-ο-μαι

Μορφολογία

καπηλεύομαι ρήμ. μόνο παθητική

ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακαπηλεύομαικαπηλευόμαστε
Βκαπηλεύεσαικαπηλεύεστε & καπηλευόσαστε προφ.
Γκαπηλεύεταικαπηλεύονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βκαπηλεύεστε
Ενεστώτας-Μετοχήκαπηλευόμενος
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακαπηλεύτηκα & καπηλεύθηκα λόγ. καπηλευτήκαμε & καπηλευθήκαμε λόγ.
Βκαπηλεύτηκες & καπηλεύθηκες λόγ. καπηλευτήκατε & καπηλευθήκατε λόγ.
Γκαπηλεύτηκε & καπηλεύθηκε λόγ. καπηλεύτηκαν & καπηλεύθηκαν λόγ. & καπηλευτήκαν προφ. & καπηλευτήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακαπηλευτώ & καπηλευθώ λόγ. καπηλευτούμε & καπηλευθούμε λόγ.
Βκαπηλευτείς & καπηλευθείς λόγ. καπηλευτείτε & καπηλευθείτε λόγ.
Γκαπηλευτεί & καπηλευθεί λόγ. καπηλευτούν & καπηλευθούν λόγ. & καπηλευθούνε λόγ. & καπηλευτούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βκαπηλεύσουκαπηλευτείτε & καπηλευθείτε λόγ.
Αόριστος-Απαρέμφατοκαπηλευτεί & καπηλευθεί λόγ.
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακαπηλευόμουν & καπηλευόμουνα προφ. καπηλευόμασταν & καπηλευόμαστε
Βκαπηλευόσουν & καπηλευόσουνα προφ. καπηλευόσασταν & καπηλευόσαστε προφ.
Γκαπηλευόταν & καπηλευότανε προφ. καπηλεύονταν & καπηλευόντανε προφ. & καπηλευόντουσαν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήκαπηλευμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

καπηλεύομαι ρήμ.

Σεκμεταλλεύομαι3, εμπορεύομαι2: Καπηλεύτηκαν τις ελπίδες των λαϊκών ανθρώπων.


1 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.