Λεξισκόπιο: εκμεταλλεύομαι

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

εκ-με-ταλ-λεύ-ο-μαι

Μορφολογία

εκμεταλλεύομαι ρήμ. μόνο παθητική

ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεκμεταλλεύομαιεκμεταλλευόμαστε
Βεκμεταλλεύεσαιεκμεταλλεύεστε & εκμεταλλευόσαστε προφ.
Γεκμεταλλεύεταιεκμεταλλεύονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βεκμεταλλεύεστε
Ενεστώτας-Μετοχήεκμεταλλευόμενος
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεκμεταλλεύτηκα & εκμεταλλεύθηκα λόγ. εκμεταλλευτήκαμε & εκμεταλλευθήκαμε λόγ.
Βεκμεταλλεύτηκες & εκμεταλλεύθηκες λόγ. εκμεταλλευτήκατε & εκμεταλλευθήκατε λόγ.
Γεκμεταλλεύτηκε & εκμεταλλεύθηκε λόγ. εκμεταλλεύτηκαν & εκμεταλλευθήκανε λόγ. & εκμεταλλεύθηκαν λόγ. & εκμεταλλευτήκαν προφ. & εκμεταλλευτήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεκμεταλλευτώ & εκμεταλλευθώ λόγ. εκμεταλλευτούμε & εκμεταλλευθούμε λόγ.
Βεκμεταλλευτείς & εκμεταλλευθείς λόγ. εκμεταλλευτείτε & εκμεταλλευθείτε λόγ.
Γεκμεταλλευτεί & εκμεταλλευθεί λόγ. εκμεταλλευτούν & εκμεταλλευθούν λόγ. & εκμεταλλευθούνε λόγ. & εκμεταλλευτούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βεκμεταλλεύσου & εκμεταλλέψου προφ. εκμεταλλευτείτε & εκμεταλλευθείτε λόγ.
Αόριστος-Απαρέμφατοεκμεταλλευτεί & εκμεταλλευθεί λόγ.
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεκμεταλλευόμουν & εκμεταλλευόμουνα προφ. εκμεταλλευόμασταν & εκμεταλλευόμαστε
Βεκμεταλλευόσουν & εκμεταλλευόσουνα προφ. εκμεταλλευόσασταν & εκμεταλλευόσαστε προφ.
Γεκμεταλλευόταν & εκμεταλλευότανε προφ. εκμεταλλεύονταν & εκμεταλλευόντανε προφ. & εκμεταλλευόντουσαν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήεκμεταλλευμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

εκμεταλλεύομαι ρήμ.

  1. Σαξιοποιώ1, επωφελούμαι, χρησιμοποιώ4: Εκμεταλλεύεται τους φυσικούς πόρους.
  2. Σκαταχρώμαι1: Εκμεταλλεύτηκε την καλοσύνη τους.
  3. Σκαπηλεύομαι, εμπορεύομαι2: Εκμεταλλεύονται την ανθρώπινη τραγωδία.

4 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.