Λεξισκόπιο: καλύπτω

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

κα-λύ-πτω

Μορφολογία

καλύπτω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακαλύπτωκαλύπτουμε & καλύπτομε διαλ.
Βκαλύπτειςκαλύπτετε
Γκαλύπτεικαλύπτουν & καλύπτουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βκάλυπτεκαλύπτετε
Ενεστώτας-Μετοχήκαλύπτοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακάλυψακαλύψαμε
Βκάλυψεςκαλύψατε
Γκάλυψεκάλυψαν & καλύψαν προφ. & καλύψανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακαλύψωκαλύψουμε & καλύψομε διαλ.
Βκαλύψειςκαλύψετε
Γκαλύψεικαλύψουν & καλύψουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βκάλυψεκαλύψτε
Αόριστος-Απαρέμφατοκαλύψει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακάλυπτακαλύπταμε
Βκάλυπτεςκαλύπτατε
Γκάλυπτεκάλυπταν & καλύπταν προφ. & καλύπτανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακαλύπτομαικαλυπτόμαστε
Βκαλύπτεσαικαλύπτεστε & καλυπτόσαστε προφ.
Γκαλύπτεταικαλύπτονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βκαλύπτεστε
Ενεστώτας-Μετοχήκαλυπτόμενος
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακαλύφθηκα & καλύφτηκα προφ. καλυφθήκαμε & καλυφτήκαμε προφ.
Βκαλύφθηκες & καλύφτηκες προφ. καλυφθήκατε & καλυφτήκατε προφ.
Γκαλύφθηκε & καλύφτηκε προφ. καλύφθηκαν & καλυφθήκαν προφ. & καλυφθήκανε προφ. & καλυφτήκαν προφ. & καλυφτήκανε προφ. & καλύφτηκαν προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακαλυφθώ & καλυφτώ προφ. καλυφθούμε & καλυφτούμε προφ.
Βκαλυφθείς & καλυφτείς προφ. καλυφθείτε & καλυφτείτε προφ.
Γκαλυφθεί & καλυφτεί προφ. καλυφθούν & καλυφθούνε προφ. & καλυφτούν προφ. & καλυφτούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βκαλύψουκαλυφθείτε & καλυφτείτε προφ.
Αόριστος-Απαρέμφατοκαλυφθεί & καλυφτεί προφ.
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακαλυπτόμουν & καλυπτόμουνα προφ. καλυπτόμασταν & καλυπτόμαστε
Βκαλυπτόσουν & καλυπτόσουνα προφ. καλυπτόσασταν & καλυπτόσαστε προφ.
Γκαλυπτόταν & καλυπτότανε προφ. καλύπτονταν & καλυπτόντανε προφ. & καλυπτόντουσαν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήκαλυμμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

καλύπτω ρήμ.

  1. Σσκεπάζω1: Τα χαλιά κάλυπταν το πάτωμα.
  2. Σσυγκαλύπτω: Καλύπτει τα σκάνδαλα. Ααποκαλύπτω
  3. Σπροστατεύω1, προφυλάσσω: Η ομπρέλα μάς καλύπτει όλους. Αεκθέτω3
  4. Σδιανύω1 λόγ., διατρέχω2 λόγ.: Οι αθλητές κάλυψαν τη διαδρομή σε 12 λεπτά.
  5. Σικανοποιώ2, ανταποκρίνομαι2, αντεπεξέρχομαι λόγ.: Οι νέες ανάγκες δεν μπορεί να καλυφθούν.
  6. Σαναπληρώνω2: Δεν μπορεί να καλυφθεί το κενό της απουσίας του.
  7. Σολοκληρώνω3, τελειώνω2: Έχουμε καλύψει την ύλη του μαθήματος.
  8. Σπραγματεύομαι, εξετάζω2, μελετάω2: Το εγχειρίδιο καλύπτει την περίοδο ως τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο.

καλύπτει

Σκαταλαμβάνει1, πιάνει4: Τι έκταση καλύπτει το Μουσείο;


3 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.