Λεξισκόπιο: ηθικό

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

η-θι-κό

Μορφολογία

ηθικό ουσ. ουδ.

ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοηθικόταηθικά
Γενικήτουηθικούτωνηθικών
Αιτιατικήτοηθικόταηθικά
Κλητική ηθικό ηθικά

ηθικός επίθ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοηθικόςοιηθικοί
Γενικήτουηθικούτωνηθικών
Αιτιατικήτονηθικότουςηθικούς
Κλητική ηθικέ ηθικοί
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηηθικήοιηθικές
Γενικήτηςηθικήςτωνηθικών
Αιτιατικήτηνηθικήτιςηθικές
Κλητική ηθική ηθικές
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοηθικόταηθικά
Γενικήτουηθικούτωνηθικών
Αιτιατικήτοηθικόταηθικά
Κλητική ηθικό ηθικά

ηθικότερος επίθ. συγκρ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοηθικότεροςοιηθικότεροι
Γενικήτουηθικότερουτωνηθικότερων
Αιτιατικήτονηθικότεροτουςηθικότερους
Κλητική ηθικότερε ηθικότεροι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηηθικότερηοιηθικότερες
Γενικήτηςηθικότερηςτωνηθικότερων
Αιτιατικήτηνηθικότερητιςηθικότερες
Κλητική ηθικότερη ηθικότερες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοηθικότεροταηθικότερα
Γενικήτουηθικότερουτωνηθικότερων
Αιτιατικήτοηθικότεροταηθικότερα
Κλητική ηθικότερο ηθικότερα

ηθικότατος επίθ. υπερθ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοηθικότατοςοιηθικότατοι
Γενικήτουηθικότατουτωνηθικότατων
Αιτιατικήτονηθικότατοτουςηθικότατους
Κλητική ηθικότατε ηθικότατοι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηηθικότατηοιηθικότατες
Γενικήτηςηθικότατηςτωνηθικότατων
Αιτιατικήτηνηθικότατητιςηθικότατες
Κλητική ηθικότατη ηθικότατες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοηθικότατοταηθικότατα
Γενικήτουηθικότατουτωνηθικότατων
Αιτιατικήτοηθικότατοταηθικότατα
Κλητική ηθικότατο ηθικότατα

Συνώνυμα - Αντίθετα

ηθικό ουσ.

Σφρόνημα2: Αναπτερώθηκε το ηθικό μου.


ηθικός επίθ.

  1. Σενάρετος λόγ., αγνός1, καλός2: ηθικός άνθρωπος Αανήθικος
  2. Σπνευματικός, ψυχικός1: ηθικά χαρίσματα / ηθική ικανοποίηση

3 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.