Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.
H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.
Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.
Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.
Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.
Συλλαβισμός
ευ-χα-ρι-στη-μέ-νος
Μορφολογία
ευχαριστημένος μτχ. παθ. παρακ.
Αρσενικό |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Ονομαστική | ο | ευχαριστημένος | οι | ευχαριστημένοι |
Γενική | του | ευχαριστημένου | των | ευχαριστημένων |
Αιτιατική | τον | ευχαριστημένο | τους | ευχαριστημένους |
Κλητική | | ευχαριστημένε | | ευχαριστημένοι |
|
Θηλυκό |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Ονομαστική | η | ευχαριστημένη | οι | ευχαριστημένες |
Γενική | της | ευχαριστημένης | των | ευχαριστημένων |
Αιτιατική | την | ευχαριστημένη | τις | ευχαριστημένες |
Κλητική | | ευχαριστημένη | | ευχαριστημένες |
|
Ουδέτερο |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Ονομαστική | το | ευχαριστημένο | τα | ευχαριστημένα |
Γενική | του | ευχαριστημένου | των | ευχαριστημένων |
Αιτιατική | το | ευχαριστημένο | τα | ευχαριστημένα |
Κλητική | | ευχαριστημένο | | ευχαριστημένα |
|
ευχαριστώ ρήμ.
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | ευχαριστώ | ευχαριστούμε |
Β | ευχαριστείς | ευχαριστείτε |
Γ | ευχαριστεί | ευχαριστούν & ευχαριστούνε προφ. |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
| Πληθυντικός |
Β | ευχαριστείτε |
|
Ενεστώτας-Μετοχή | ευχαριστώντας |
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | ευχαρίστησα | ευχαριστήσαμε |
Β | ευχαρίστησες | ευχαριστήσατε |
Γ | ευχαρίστησε | ευχαρίστησαν & ευχαριστήσανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | ευχαριστήσω | ευχαριστήσουμε & ευχαριστήσομε διαλ. |
Β | ευχαριστήσεις | ευχαριστήσετε |
Γ | ευχαριστήσει | ευχαριστήσουν & ευχαριστήσουνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | ευχαρίστησε | ευχαριστήσετε & ευχαριστήστε |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | ευχαριστήσει |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | ευχαριστούσα | ευχαριστούσαμε |
Β | ευχαριστούσες | ευχαριστούσατε |
Γ | ευχαριστούσε | ευχαριστούσαν & ευχαριστούσανε προφ. |
|
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | ευχαριστιέμαι & ευχαριστούμαι | ευχαριστιόμαστε & ευχαριστούμαστε προφ. |
Β | ευχαριστείσαι & ευχαριστιέσαι | ευχαριστείστε & ευχαριστιέστε & ευχαριστιόσαστε προφ. |
Γ | ευχαριστείται & ευχαριστιέται | ευχαριστιούνται & ευχαριστούνται & ευχαριστιόνται προφ. |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
| Πληθυντικός |
Β | ευχαριστείστε & ευχαριστιέστε |
|
Ενεστώτας-Μετοχή | ευχαριστούμενος |
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | ευχαριστήθηκα | ευχαριστηθήκαμε |
Β | ευχαριστήθηκες | ευχαριστηθήκατε |
Γ | ευχαριστήθηκε | ευχαριστήθηκαν & ευχαριστηθήκανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | ευχαριστηθώ | ευχαριστηθούμε |
Β | ευχαριστηθείς | ευχαριστηθείτε |
Γ | ευχαριστηθεί | ευχαριστηθούν & ευχαριστηθούνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | ευχαριστήσου | ευχαριστηθείτε |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | ευχαριστηθεί |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | ευχαριστιόμουν & ευχαριστιόμουνα προφ. & ευχαριστούμουν προφ. | ευχαριστιόμασταν & ευχαριστιόμαστε & ευχαριστούμασταν προφ. & ευχαριστούμαστε προφ. |
Β | ευχαριστιόσουν & ευχαριστιόσουνα προφ. | ευχαριστιόσασταν & ευχαριστιόσαστε προφ. |
Γ | ευχαριστιόταν & ευχαριστείτο λόγ. & ευχαριστιότανε προφ. & ευχαριστούνταν προφ. | ευχαριστιούνταν & ευχαριστιόνταν & ευχαριστούντο λόγ. & ευχαριστιόντανε προφ. & ευχαριστιόντουσαν προφ. & ευχαριστούνταν προφ. |
|
Παρακείμενος-Μετοχή | ευχαριστημένος |
Συνώνυμα - Αντίθετα
ευχαριστώ ρήμ.
- Σ: ικανοποιώ1 Α: δυσαρεστώ
- Σ: τέρπω λόγ., ευφραίνω λόγ.
ευχαριστιέμαι
- Σ: απολαμβάνω1, χαίρομαι2: Πάντοτε ευχαριστιέμαι να συζητάω μαζί του.
- Σ: αγαλλιάζω, ανοίγει η καρδιά μου: Ευχαριστήθηκε πολύ που τον είδε.
2 Από 10
Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.
Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.