Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.
H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.
Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.
Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.
Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.
Συλλαβισμός
τέρ-πω
Μορφολογία
τέρπω ρήμ.
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | τέρπω | τέρπουμε & τέρπομε διαλ. |
Β | τέρπεις | τέρπετε |
Γ | τέρπει | τέρπουν & τέρπουνε προφ. |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | τέρπε | τέρπετε |
|
Ενεστώτας-Μετοχή | τέρποντας |
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | έτερψα | τέρψαμε |
Β | έτερψες | τέρψατε |
Γ | έτερψε | έτερψαν & τέρψαν προφ. & τέρψανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | τέρψω | τέρψουμε & τέρψομε διαλ. |
Β | τέρψεις | τέρψετε |
Γ | τέρψει | τέρψουν & τέρψουνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | τέρψε | τέρψετε & τέρψτε |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | τέρψει |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | έτερπα | τέρπαμε |
Β | έτερπες | τέρπατε |
Γ | έτερπε | έτερπαν & τέρπαν προφ. & τέρπανε προφ. |
|
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | τέρπομαι | τερπόμαστε |
Β | τέρπεσαι | τέρπεστε & τερπόσαστε προφ. |
Γ | τέρπεται | τέρπονται |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
|
Ενεστώτας-Μετοχή | τερπόμενος |
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | τέρφθηκα | τερφθήκαμε |
Β | τέρφθηκες | τερφθήκατε |
Γ | τέρφθηκε | τέρφθηκαν & τερφθήκαν προφ. & τερφθήκανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | τερφθώ | τερφθούμε |
Β | τερφθείς | τερφθείτε |
Γ | τερφθεί | τερφθούν & τερφθούνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | τέρψου | τερφθείτε |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | τερφθεί |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | τερπόμουν & τερπόμουνα προφ. | τερπόμασταν & τερπόμαστε |
Β | τερπόσουν & τερπόσουνα προφ. | τερπόσασταν & τερπόσαστε προφ. |
Γ | τερπόταν & τερπότανε προφ. | τέρπονταν & τερπόντανε προφ. & τερπόντουσαν προφ. |
|
Συνώνυμα - Αντίθετα
τέρπω ρήμ. λόγ.
Σ: ευχαριστώ2, ευφραίνω λόγ.
2 Από 10
Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.
Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.