Λεξισκόπιο: διορθώνομαι

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

δι-ορ-θώ-νο-μαι

Μορφολογία

διορθώνω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αδιορθώνωδιορθώνουμε & διορθώνομε διαλ.
Βδιορθώνειςδιορθώνετε
Γδιορθώνειδιορθώνουν & διορθώνουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βδιόρθωνεδιορθώνετε
Ενεστώτας-Μετοχήδιορθώνοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αδιόρθωσαδιορθώσαμε
Βδιόρθωσεςδιορθώσατε
Γδιόρθωσεδιόρθωσαν & διορθώσαν προφ. & διορθώσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αδιορθώσωδιορθώσουμε & διορθώσομε διαλ.
Βδιορθώσειςδιορθώσετε
Γδιορθώσειδιορθώσουν & διορθώσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βδιόρθωσεδιορθώστε
Αόριστος-Απαρέμφατοδιορθώσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αδιόρθωναδιορθώναμε
Βδιόρθωνεςδιορθώνατε
Γδιόρθωνεδιόρθωναν & διορθώναν προφ. & διορθώνανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αδιορθώνομαιδιορθωνόμαστε
Βδιορθώνεσαιδιορθώνεστε & διορθωνόσαστε προφ.
Γδιορθώνεταιδιορθώνονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βδιορθώνεστε
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αδιορθώθηκαδιορθωθήκαμε
Βδιορθώθηκεςδιορθωθήκατε
Γδιορθώθηκεδιορθώθηκαν & διορθωθήκαν προφ. & διορθωθήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αδιορθωθώδιορθωθούμε
Βδιορθωθείςδιορθωθείτε
Γδιορθωθείδιορθωθούν & διορθωθούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βδιορθώσουδιορθωθείτε
Αόριστος-Απαρέμφατοδιορθωθεί
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αδιορθωνόμουν & διορθωνόμουνα προφ. διορθωνόμασταν & διορθωνόμαστε
Βδιορθωνόσουν & διορθωνόσουνα προφ. διορθωνόσασταν & διορθωνόσαστε προφ.
Γδιορθωνόταν & διορθωνότανε προφ. διορθώνονταν & διορθωνόντανε προφ. & διορθωνόντουσαν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήδιορθωμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

διορθώνω ρήμ.

  1. Σεπισκευάζω1, επιδιορθώνω, αποκαθιστώ1, επανορθώνω, φτιάχνω3 προφ.: Διορθώθηκε η βλάβη.
  2. Σβελτιώνω, καλυτερεύω: Διόρθωσε τους βαθμούς του.
  3. Σκάνω διόρθωση, βαθμολογώ: Έχω να διορθώσω γραπτά.

διορθώνομαι

Σσυνετίζομαι, λογικεύομαι, ανανήφω2 λόγ.: Δε διορθώνεσαι με τίποτα!


6 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.