Λεξισκόπιο: δηλητηριάζω

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

δη-λη-τη-ρι-ά-ζω

Μορφολογία

δηλητηριάζω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αδηλητηριάζωδηλητηριάζουμε & δηλητηριάζομε διαλ.
Βδηλητηριάζειςδηλητηριάζετε
Γδηλητηριάζειδηλητηριάζουν & δηλητηριάζουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βδηλητηρίαζεδηλητηριάζετε
Ενεστώτας-Μετοχήδηλητηριάζοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αδηλητηρίασαδηλητηριάσαμε
Βδηλητηρίασεςδηλητηριάσατε
Γδηλητηρίασεδηλητηρίασαν & δηλητηριάσαν προφ. & δηλητηριάσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αδηλητηριάσωδηλητηριάσουμε & δηλητηριάσομε διαλ.
Βδηλητηριάσειςδηλητηριάσετε
Γδηλητηριάσειδηλητηριάσουν & δηλητηριάσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βδηλητηρίασεδηλητηριάστε
Αόριστος-Απαρέμφατοδηλητηριάσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αδηλητηρίαζαδηλητηριάζαμε
Βδηλητηρίαζεςδηλητηριάζατε
Γδηλητηρίαζεδηλητηρίαζαν & δηλητηριάζαν προφ. & δηλητηριάζανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αδηλητηριάζομαιδηλητηριαζόμαστε
Βδηλητηριάζεσαιδηλητηριάζεστε & δηλητηριαζόσαστε προφ.
Γδηλητηριάζεταιδηλητηριάζονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βδηλητηριάζεστε
Ενεστώτας-Μετοχήδηλητηριαζόμενος
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αδηλητηριάστηκα & δηλητηριάσθηκα λόγ. δηλητηριαστήκαμε & δηλητηριασθήκαμε λόγ.
Βδηλητηριάστηκες & δηλητηριάσθηκες λόγ. δηλητηριαστήκατε & δηλητηριασθήκατε λόγ.
Γδηλητηριάστηκε & δηλητηριάσθηκε λόγ. δηλητηριάστηκαν & δηλητηριάσθηκαν λόγ. & δηλητηριαστήκαν προφ. & δηλητηριαστήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αδηλητηριαστώ & δηλητηριασθώ λόγ. δηλητηριαστούμε & δηλητηριασθούμε λόγ.
Βδηλητηριαστείς & δηλητηριασθείς λόγ. δηλητηριαστείτε & δηλητηριασθείτε λόγ.
Γδηλητηριαστεί & δηλητηριασθεί λόγ. δηλητηριαστούν & δηλητηριασθούν λόγ. & δηλητηριασθούνε λόγ. & δηλητηριαστούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βδηλητηριάσουδηλητηριαστείτε & δηλητηριασθείτε λόγ.
Αόριστος-Απαρέμφατοδηλητηριαστεί & δηλητηριασθεί λόγ.
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αδηλητηριαζόμουν & δηλητηριαζόμουνα προφ. δηλητηριαζόμασταν & δηλητηριαζόμαστε
Βδηλητηριαζόσουν & δηλητηριαζόσουνα προφ. δηλητηριαζόσασταν & δηλητηριαζόσαστε προφ.
Γδηλητηριαζόταν & δηλητηριαζότανε προφ. δηλητηριάζονταν & δηλητηριαζόντανε προφ. & δηλητηριαζόντουσαν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήδηλητηριασμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

δηλητηριάζω ρήμ.

  1. Σφαρμακώνω1 προφ.: Κάποιος ασυνείδητος δηλητηρίασε το σκύλο μας.
  2. Συπονομεύω, υποσκάπτω: Δηλητηριάζει τη σχέση τους με τη ζήλια του.

δηλητηριάζει

Σβλάπτει, φθείρει, κατατρώει, καταστρέφει: Το νέφος δηλητηριάζει τον οργανισμό.


2 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.