Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.
H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.
Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.
Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.
Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.
Συλλαβισμός
γραμ-μέ-νος
Μορφολογία
γράφω ρήμ.
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | γράφω | γράφουμε & γράφομε διαλ. |
Β | γράφεις | γράφετε |
Γ | γράφει | γράφουν & γράφουνε προφ. |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | γράφε | γράφετε |
|
Ενεστώτας-Μετοχή | γράφοντας |
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | έγραψα | γράψαμε |
Β | έγραψες | γράψατε |
Γ | έγραψε | έγραψαν & γράψαν προφ. & γράψανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | γράψω | γράψουμε & γράψομε διαλ. |
Β | γράψεις | γράψετε |
Γ | γράψει | γράψουν & γράψουνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | γράψε | γράψετε & γράψτε & γράφτε προφ. |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | γράψει |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | έγραφα | γράφαμε |
Β | έγραφες | γράφατε |
Γ | έγραφε | έγραφαν & γράφαν προφ. & γράφανε προφ. |
|
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | γράφομαι | γραφόμαστε |
Β | γράφεσαι | γράφεστε & γραφόσαστε προφ. |
Γ | γράφεται | γράφονται |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
|
Ενεστώτας-Μετοχή | γραφόμενος |
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | γράφηκα & γράφτηκα | γραφήκαμε & γραφτήκαμε |
Β | γράφηκες & γράφτηκες | γραφήκατε & γραφτήκατε |
Γ | γράφηκε & γράφτηκε | γράφηκαν & γράφτηκαν & γραφήκαν προφ. & γραφήκανε προφ. & γραφτήκαν προφ. & γραφτήκανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | γραφτώ & γραφώ | γραφούμε & γραφτούμε |
Β | γραφείς & γραφτείς | γραφείτε & γραφτείτε |
Γ | γραφεί & γραφτεί | γραφούν & γραφτούν & γραφούνε προφ. & γραφτούνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Πληθυντικός |
Β | γραφείτε & γραφτείτε |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | γραφεί & γραφτεί |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | γραφόμουν & γραφόμουνα προφ. | γραφόμασταν & γραφόμαστε |
Β | γραφόσουν & γραφόσουνα προφ. | γραφόσασταν & γραφόσαστε προφ. |
Γ | γραφόταν & γραφότανε προφ. | γράφονταν & γραφόντανε προφ. & γραφόντουσαν προφ. |
|
Παρακείμενος-Μετοχή | γραμμένος |
γραμμένος επίθ.
Αρσενικό |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Ονομαστική | ο | γραμμένος | οι | γραμμένοι |
Γενική | του | γραμμένου | των | γραμμένων |
Αιτιατική | το | γραμμένο | τους | γραμμένους |
Κλητική | | γραμμένε | | γραμμένοι |
|
Θηλυκό |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Ονομαστική | η | γραμμένη | οι | γραμμένες |
Γενική | της | γραμμένης | των | γραμμένων |
Αιτιατική | τη | γραμμένη | τις | γραμμένες |
Κλητική | | γραμμένη | | γραμμένες |
|
Ουδέτερο |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Ονομαστική | το | γραμμένο | τα | γραμμένα |
Γενική | του | γραμμένου | των | γραμμένων |
Αιτιατική | το | γραμμένο | τα | γραμμένα |
Κλητική | | γραμμένο | | γραμμένα |
|
Συνώνυμα - Αντίθετα
γράφω ρήμ.
- Σ: συντάσσω2, συγγράφω: Γράφει αναφορά.
- Σ: πληκτρολογώ, δακτυλογραφώ: Το έγραψα στον υπολογιστή.
- Σ: αρθρογραφώ: Γράφει σε περιοδικό μόδας.
- Σ: δημοσιεύω: Οι εφημερίδες έγραψαν καλές κριτικές.
- Σ: καταχωρίζω1, καταγράφω1, περνάω15: Το έγραψες στα έξοδα αυτό το ποσό;
- Σ: εγγράφω2 λόγ.: Τον έγραψε στο ωδείο. Α: διαγράφω2, ξεγράφω1 προφ.
- Σ: συνθέτω2: Θα σου παίξω ένα κομμάτι που έγραψα μόνος μου.
- Σ: κάνω εγγραφή: Έγραψε μια κασέτα με τζαζ.
- Σ: μεταβιβάζω3, κληροδοτώ, αφήνω6: Τα έγραψε όλα στα παιδιά του.
- Σ: συνταγογραφώ: Της έγραψε ηρεμιστικά χάπια.
- Σ: δίνω κλήση: Με γράψανε για παράβαση ορίου ταχύτητας.
- Σ: πετυχαίνω3: Έβαλε την μπάλα στα δίχτυα γράφοντας το 2-0.
- προφ. Σ: περιφρονώ1, αδιαφορώ2, αγνοώ3: Μας έγραψε όλους και έκανε του κεφαλιού του.
ΕΚΦ: γράφω στα παλιά μου τα παπούτσια
γραμμένος επίθ.
Σ: καλοσχηματισμένος: φρύδια γραμμένα
1 Από 10
Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.
Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.