Λεξισκόπιο: γελάω

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

γε-λά-ω

Μορφολογία

γελάω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αγελώ & γελάω προφ. γελάμε & γελούμε
Βγελάςγελάτε
Γγελά & γελάει προφ. γελούν & γελάν προφ. & γελάνε προφ. & γελούνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βγέλα προφ. & γέλαγε προφ. γελάτε
Ενεστώτας-Μετοχήγελώντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αγέλασαγελάσαμε
Βγέλασεςγελάσατε
Γγέλασεγέλασαν & γελάσαν προφ. & γελάσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αγελάσωγελάσουμε & γελάσομε διαλ.
Βγελάσειςγελάσετε
Γγελάσειγελάσουν & γελάσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βγέλασε & γέλα προφ. γελάσετε & γελάστε
Αόριστος-Απαρέμφατογελάσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αγελούσα & γέλαγα προφ. γελούσαμε & γελάγαμε προφ.
Βγελούσες & γέλαγες προφ. γελούσατε & γελάγατε προφ.
Γγελούσε & γέλαγε προφ. γελούσαν & γέλαγαν προφ. & γελάγαν προφ. & γελάγανε προφ. & γελούσανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αγελιέμαιγελιόμαστε
Βγελιέσαιγελιέστε & γελιόσαστε προφ.
Γγελιέταιγελιούνται & γελιόνται προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βγελιέστε
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αγελάστηκαγελαστήκαμε
Βγελάστηκεςγελαστήκατε
Γγελάστηκεγελάστηκαν & γελαστήκαν προφ. & γελαστήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αγελαστώγελαστούμε
Βγελαστείςγελαστείτε
Γγελαστείγελαστούν & γελαστούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βγελάσουγελαστείτε
Αόριστος-Απαρέμφατογελαστεί
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αγελιόμουν & γελιόμουνα προφ. γελιόμασταν & γελιόμαστε
Βγελιόσουν & γελιόσουνα προφ. γελιόσασταν & γελιόσαστε προφ.
Γγελιόταν & γελιότανε προφ. γελιούνταν & γελιόνταν & γελιόντανε προφ. & γελιόντουσαν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήγελασμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

γελάω ρήμ.

  1. Σ: βάζω τα γέλια Ακλαίω1
  2. Σλάμπω1, ακτινοβολώ, φωτίζομαι: Γέλασε όλο του το πρόσωπο.
  3. Σκοροϊδεύω1, σπάω πλάκα, περιγελάω: Όλοι γελάνε μαζί του.
  4. Σξεγελάω, παραπλανώ, απατάω1: Με γέλασε η διαίσθησή μου.

γελιέμαι

Σπλανιέμαι2, κάνω λάθος, σφάλλω1 λόγ., πέφτω έξω1: Νόμισα ότι σε είδα αλλά γελάστηκα.


1 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.