Λεξισκόπιο: αγκομαχάω

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

α-γκο-μα-χά-ω

Μορφολογία

αγκομαχάω ρήμ. μόνο ενεργητική

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααγκομαχώ & αγκομαχάω προφ. αγκομαχάμε & αγκομαχούμε
Βαγκομαχάς & αγκομαχείςαγκομαχάτε & αγκομαχείτε
Γαγκομαχά & αγκομαχεί & αγκομαχάει προφ. αγκομαχούν & αγκομαχάν προφ. & αγκομαχάνε προφ. & αγκομαχούνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βαγκομαχάτε & αγκομαχείτε
Ενεστώτας-Μετοχήαγκομαχώντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααγκομάχησααγκομαχήσαμε
Βαγκομάχησεςαγκομαχήσατε
Γαγκομάχησεαγκομάχησαν & αγκομαχήσαν προφ. & αγκομαχήσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααγκομαχήσωαγκομαχήσουμε & αγκομαχήσομε διαλ.
Βαγκομαχήσειςαγκομαχήσετε
Γαγκομαχήσειαγκομαχήσουν & αγκομαχήσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βαγκομάχησεαγκομαχήστε
Αόριστος-Απαρέμφατοαγκομαχήσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααγκομαχούσααγκομαχούσαμε
Βαγκομαχούσεςαγκομαχούσατε
Γαγκομαχούσεαγκομαχούσαν & αγκομαχούσανε προφ.

Συνώνυμα - Αντίθετα

αγκομαχάω ρήμ.

  1. Σασθμαίνω λόγ., λαχανιάζω, βαριανασαίνω, ξεφυσάω1 προφ.: Αγκομαχώντας ανέβαινε τα σκαλοπάτια.
  2. Σμουγκρίζω2, βογκάω: Η ατμομηχανή αγκομαχούσε.
  3. Σπασχίζω, αγωνίζομαι2, παλεύω2, πολεμάω3, ιδρώνω2: Αγκομαχούσε να τη φτάσει.
  4.  λογοτ. Σψυχορραγώ, ψυχομαχάω προφ., χαροπαλεύω προφ.

3 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.